Θαυματουργές ιερές εικόνες της Ι. Μονής
α) Η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας Ελεούσης του Κύκκου.
Το 1957 δωρίθηκε στο Μοναστήρι η εικόνα της Παναγίας, στην αρχή της ηγουμενίας του Αρχιμ. Αντωνίου Γεπεσάκη, η οποία ως τότε είχε ήδη θαυμαστή διαδρομή και έμελλε να αποτελέσει στο εξής το ιερό καύχημα, όχι μόνο του Κουδουμά, αλλά όλων των κατοίκων των Αστερουσίων και της Μεσαράς με σειρά θαυμάτων μέχρι τις μέρες μας.
Η ιστορία της παρουσιάζει μέγιστο ενδιαφέρον και συνδέεται με σειρά γεγονότων, που φανερώνουν τις περιπέτειες της εικόνας μέχρι η Παναγία να αναπαυθεί και να ενθρονιστεί στο Μοναστήρι που επέλεξε και απ’ όπου παρηγορεί, κατανοεί, ακούει τους στεναγμούς των πιστών, προσεύχεται και θαυματουργεί.
Είναι η Παναγία η Ελεούσα του Κύκκου. Την εικόνα αυτή παρέδωσε στο Μοναστήρι η μακαριστή Ελένη Σκανδαλάκη από την Αγιά Φωτιά Μονοφατσίου. Η Ελένη, περί το έτος 1930 βρέθηκε να εργάζεται ως νοσοκόμα στον Ερυθρό Σταυρό της Αθήνας. Την περίοδο αυτή στην Αθήνα ένας ιταλικής καταγωγής υψηλός αξιωματούχος και πολιτικός, του οποίου το όνομα ήταν Διομήδης, ζήτησε από τον Ερυθρό Σταυρό μία νοσηλεύτρια, η οποία θα φρόντιζε τον άρρωστο αδελφό της γυναίκας του στο σπίτι. Έτσι, η διοίκηση του Ερυθρού Σταυρού παραχώρησε στις υπηρεσίες του αξιωματικού την, τότε νοσηλεύτρια, Ελένη Σκανδαλάκη.
Ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα η Ιταλική διοίκηση ανέθεσε στον Διομήδη την ευθύνη ερευνών στο κονάκι του Αλή Πασά στα Γιάννενα (προφανώς θα είχε ειδικότητα αρχαιολόγου). Επειδή οι εργασίες αυτές ήταν χρονοβόρες πήρε μαζί του την οικογένειά του και μαζί τη νοσοκόμα Ελένη.
Κατά την διάρκεια των ερευνών, σ’ ένα άδειο δωμάτιο παρατήρησαν στο μέσο του δαπέδου μία πλάκα που έμοιαζε με άνοιγμα κρύπτης. Έτσι πράγματι ήταν, διότι όταν σήκωσαν αυτή την πλάκα αντίκρισαν μία σκάλα με δεκαπέντε σκαλοπάτια η οποία οδηγούσε σ’ ένα υπόγειο μέσα στο οποίο όμως υπήρχε φως. Έντρομοι οι εργάτες ανέφεραν το γεγονός στο Διομήδη. Όλοι μαζί, καθώς και η Ελένη που έτυχε να βρίσκεται εκεί, κατέβηκαν και βρήκαν ένα τραπέζι και πάνω σ’ αυτό μια εικόνα της Παναγίας, δεξιά και αριστερά της οποίας έκαιγαν δυό λαμπάδες. Ήταν ανεξήγητο το γεγονός, πως ήταν δυνατόν ένας τέτοιος χώρος που μόλις είχε ανακαλυφθεί, να έχει λαμπάδες να ανάβουν εκατέρωθεν της εικόνας. Κατάλαβαν ότι επρόκειτο για θείο σημείο και υπέθεσαν ότι εκεί ήταν μυστικός χώρος στον οποίο έκαναν την προσευχή τους οι χριστιανοί δούλοι και δούλες του Αλή Πασά. Δεν εξηγείται αλλιώς το γεγονός. Κι αν η υπόθεση αυτή -που μόνο ο Θεός γνωρίζει αν είναι η σωστή- είναι αληθής, τότε η εικόνα αυτή θα είχε ακούσει μύριες προσευχές από τα πονεμένα στόματα των χριστιανών δούλων του Αλή Πασά κι από τα στόματα των χριστιανών γυναικών που είχε στο χαρέμι του. Η ύπαρξη αυτού του υπογείου με την εικόνα δεν αποκλείεται να γινόταν και με την ανοχή του ίδιου του Αλή Πασά.
Ο Διομήδης πήρε την εικόνα στο σπίτι του και μετά το πέρας των εργασιών, όταν επέστρεψε στην Αθήνα κρατούσε και την εικόνα περισσότερο ως ενθύμιο παρά από ευλάβεια. Στο μεταξύ η υγεία του αρρώστου αδελφού της γυναίκας του είχε επιδεινωθεί και καθώς οι γιατροί περίμεναν το μοιραίο, το ανδρόγυνο ζήτησε από την Ελένη να προσευχηθεί στην Παναγία, διότι είχαν παρατηρήσει πόσο πιστή ήταν αφού την έβλεπαν να προσεύχεται σ’ αυτήν την εικόνα με πολλή ευλάβεια και να της ανάβει καντήλι. Εκείνη δέχθηκε να προσευχηθεί αλλά ζήτησε ως χάρη αν θεραπευόταν ο ασθενής, να της χάριζαν αυτή την εικόνα, διότι γι’ αυτήν δεν ήταν είδος ενθυμίου, αλλά ένα θρησκευτικό σύμβολο. Εκείνος αρχικά αρνήθηκε, της είπε να κάνει ο,τι μπορεί και θα σκεφθεί. Από την ώρα εκείνη η Ελένη άρχισε αγώνα νηστείας και προσευχής παρακαλώντας την Παναγία να κάνει το θαύμα της. Επειδή η Ελένη καταγόταν από μέρος που είχε σχέση μεγάλη με την Παναγία του Κουδουμά και έχοντας ακούσει από παιδί για τα πολλά της θαύματα, ο νους της όταν προσευχόταν ήταν στον Κουδουμά.
-Παναγία μου Κουδουμιανή μου, κάμε το θαύμα σου. Θεράπευσε αυτόν τον άρρωστο που κινδυνεύει να πεθάνει και φώτισε το αφεντικό μου να μου δώσει την αγία εικόνα σου.
Το θαύμα έγινε. Παρά πάσα ελπίδα, ο βαρειά άρρωστος έγινε καλά, αλλά ο Διομήδης δεν ήθελε μετά να δώσει την εικόνα στην Ελένη. Εκείνη βρισκόταν σε μεγάλη θλίψη. Τώρα πια η παρουσία της στο σπίτι δεν ήταν απαραίτητη, θα γύριζε στα πρώτα της καθήκοντα στον Ερυθρό Σταυρό και ποιός ξέρει τι θα γινόταν η εικόνα της Παναγίας στο μέλλον! Όμως δεν έπαψε να προσεύχεται να τον φωτίσει ο Θεός.
Τότε ο Διομήδης ονειρεύτηκε την ίδια την Παναγία η οποία τον πρόσταζε με αυστηρότητα να δώσει την εικόνα Της στην Ελένη. Η Ελένη πήρε την εικόνα και την φύλαγε σαν κόρη οφθαλμού μέχρι που τελείωσε ο πόλεμος και το 1945 γύρισε στο πατρικό της σπίτι στην Αγιά Φωτιά. Εκεί στο σπίτι της την τιμούσε, τη θύμιαζε, της άναβε καντήλι και όταν οι άνθρωποι της περιοχής έμαθαν το ιστορικό της εικόνας αυτής, στις ανάγκες τους την παρακαλούσαν κι αυτή θαυματουργούσε. Καθώς περνούσε η ηλικία της φοβόταν για την τύχη της εικόνας όταν θα πέθαινε, τη βασάνιζε όμως και ο λογισμός ότι έπρεπε να τη δώσει στον Κουδουμά, διότι την Παναγία την Κουδουμιανή παρακαλούσε θερμά για να θεραπεύσει τότε τον άρρωστο. Πήρε, λοιπόν, την απόφαση και αφιέρωσε την εικόνα αυτή της «Ελεούσας του Κύκκου» στον Κουδουμά το 1957, κι από τότε η χάρη Της δεσπόζει μέσα στο Ναό. Η ίδια εκοιμήθη αργότερα το 1970.
Η εικόνα αυτή είναι όντως θαυματουργός. Με θαύμα βρέθηκε, από θαύμα πιστοποιήθηκε η χάρη Της όταν βρέθηκε με αναμμένες λαμπάδες, θαύμα θεραπείας σε ετοιμοθάνατο έκαμε, με αποκαλυπτικό όνειρο δόθηκε στην Ελένη και συνεχίζει να θαυματουργεί στον άγιο τόπο που δωρήθηκε. Έτσι, ο Κουδουμάς ως μεγάλο προσκύνημα της Παναγίας που ήταν και δεν διέθετε εφέστιο θαυματουργό εικόνα, απόκτησε. Το γεγονός ότι η εικόνα αυτή της Παναγίας λέγεται «Ελεούσα του Κύκκου», επί πλέον δε η εντός πλαισίου στο κάτω αριστερό μέρος της εικόνας ιστόρηση του Αγίου Νικολάου, οδήγησε τη σκέψη μας στην Κύπρο ως τόπο προελεύσεως της εικόνος για τους εξής λόγους:
Είναι γνωστό το περίφημο Μοναστήρι της Παναγίας του Κύκκου στη μαρτυρική Κύπρο. Σ’ αυτό φυλάσσεται η θαυματουργός της εικόνα, η οποία είναι πάντα σκεπασμένη όπως απαιτεί η παράδοση, αθέατη στα μάτια των ανθρώπων. Ένα σημείο της μόνο στην κάτω πλευρά είναι ανοικτό και εκεί προσκυνείται. Εκεί στην Κύπρο βρίσκεται όμως και η αρχαιότατη Μονή του Αγίου Νικολάου, η αποκαλούμενη «Μονή των Ιερέων» η οποία είναι Μετόχιο της Μονής Κύκκου και κατά την παράδοση συνδέεται με το πρόσωπο του Αγίου Νικολάου κατά το πέρασμά του από την Κύπρο. Το πιθανότερο, λοιπόν, είναι να αγιογραφήθηκε στην Κύπρο αφού πάνω λέει καθαρά ποιά Παναγία είναι και συγκεκριμένα στη Μονή Αγίου Νικολάου των Ιερέων. Δεν μπορούμε να το πούμε με σιγουριά, αλλά και δεν μπορούμε να το αποκλείσουμε. Όμως λογικά εκεί οδηγούμεθα. Το ότι όμως βρέθηκε στο προσκύνημα του Κουδουμά αυτό είναι καθαρή πρόνοια της Κυρίας Θεοτόκου να στολίσει και να ενισχύσει το Μοναστήρι της με τη θαυματουργό εικόνα της, η οποία ως άλλη Μονή Κύκκου (τηρουμένων των αναλογιών) έχει και αυτή το γνωστό Μετόχιό της μέχρι σήμερα, ως Μονή του Αγίου Νικολάου, κοντά στις Στέρνες Μονοφατσίου.
Μπορεί να διερωτηθεί κάποιος: το ιστορικό και τόσο γνωστό Μοναστήρι του Κουδουμά δεν διέθετε μία ξεχωριστή εικόνα της Παναγίας, ως εφέστια εικόνα, η οποία θα προσήλκυε τα πλήθη των πιστών; Το ερώτημα είναι εύλογο, αλλά είναι ανάγκη να αναλογιστεί κανείς πως οι όσιοι Πατέρες, απ’ όσο τουλάχιστον γνωρίζουμε ως σήμερα, παρέλαβαν ένα Μοναστήρι κατεστραμμένο, ερημωμένο και σε ερειπιώδη μορφή. Ο αγώνας τους ήταν να το επανιδρύσουν, να το ανακαινίσουν και να γίνει βιώσιμο. Έτσι περιορίστηκαν στα βασικά και αναγκαία ζητήματα, που απασχολούσαν και τους ίδιους και τα είκοσι περίπου μέλη της αδελφότητας που αφορούσαν στη λειτουργία του Μοναστηριού, στη μυστηριακή ζωή, στην καθημερινή επιβίωση και ιδιαίτερα στο πνευματικό έργο της εσωτερικής ιεραποστολής απέναντι στους φιλακόλουθους πληθυσμούς που προσέτρεχαν από όλα τα μέρη της Κρήτης. Βέβαια υπήρχε ικανός αριθμός εικόνων, οι οποίες ως σήμερα διακοσμούν το τέμπλο, τους τοίχους του ναού, του Αρχονταρικιού, της κρύπτης, ακόμα και των κελλιών και των γραφείων. Αλλά εφέστια εικόνα παλαιότερα δεν αναφέρεται. Γι’ αυτό η εικόνα της Παναγίας, η οποία από το 1957 κόσμησε το καθολικό έδωσε νέα πνοή στο λειτουργικό βίο του Μοναστηριού και με τη σειρά των θαυμάτων της χάρισε την ελπίδα στους πιστούς που έρχονται και προσκυνούν τη χάρη της.
Η εφέστια εικόνα παρουσιάζει την Θεοτόκο να απεικονίζεται στραμμένη ελαφρά προς τα δεξιά, ενώ το φωτεινό πρόσωπό της βλέπει προς το κέντρο. Κρατά με τα δυό της χέρια δεξιά της τον Χριστό. Με το αριστερό της χέρι τον στηρίζει, ενώ με το δεξί κρατά στοργικά το ανασηκωμένο δεξί χέρι του Χριστού. Ο μικρός Χριστός ζωγραφίζεται σε ελεύθερη απόδοση, φορά ιμάτιο με πτυχώσεις και ζώνη στη μέση, ενώ τα πόδια του είναι γυμνά. Η Παναγία πάνω από το εσωτερικό μανδήλι της κεφαλής της, φέρει διακοσμημένο κεραμιδόχρωμο μαφόριο. Δυό άγγελοι που ίπτανται στην κορυφή της φορούν το στέμμα της βασίλισσας των ουρανών. Οι περισσότερες παραστάσεις της Παναγίας Κυκκώτισσας παριστάνουν το Χριστό να ακουμπάει το κεφάλι του στο πρόσωπο της Παναγίας. Στην εφέστια εικόνα του Κουδουμά το πρόσωπο του Χριστού είναι πιο απομακρυσμένο από το πρόσωπο της Μητέρας του. Στο δεξί του χέρι ο Χριστός κρατά ανοιχτό ειλητάριο με τη γνωστή φράση του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου: «Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ». Στην αριστερή κάτω γωνία, σε μικρογραφία μέσα σε μετάλλιο, ζωγραφίζεται σχεδόν ολόσωμος, με την αρχιερατική του στολή ο άγιος Νικόλαος. Είναι γνωστή η εικονογραφική σχέση Παναγίας και αγίου Νικολάου, αφού η Θεοτόκος επέδωσε το ωμοφόριο στον άγιο.
Η παράσταση της Παναγίας της Κυκκώτισσας θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους τύπους της Παναγίας. Πρέπει να αναζητήσουμε το πρότυπο στην Κωνσταντινούπολη πριν από το 10ο αιώνα. Είναι ενδεικτικό της μεγάλης αξίας και φήμης της εικόνας, αφού ο ιδρυτής της Μεγίστης Λαύρας Αθανάσιος ο Αθωνίτης έφερε μαζί του από την Κωνσταντινούπολη το 961 αντίγραφο της εικόνας της Παναγίας της Ελεούσας, η οποία καθώς μεταλλάχτηκε μέσα στο θρύλο και στο θαύμα, συνδέθηκε με καίριο και σπουδαίο λειτουργικό ύμνο και ονομάστηκε «Άξιόν Εστι» και αποτελεί μέχρι σήμερα την πανσεβάσμια εφέστια εικόνα του Αγίου Όρους. Παράλληλα, η ίδια παράσταση στην Κύπρο αποτέλεσε το αγλάϊσμα και σέμνωμα του παλαιού Μοναστηριού του Κύκκου. Γι’ αυτό στην κυπριακή παραλλαγή ονομάστηκε Παναγία η Κυκκώτισσα. Η παράδοση μάλιστα αποδίδει τη δημιουργία της στον Ευαγγελιστή Λουκά. Γι’ αυτό συνήθιζαν στις χαλκογραφίες με την παράσταση της Κυκκώτισσας να πλαισιώνουν την κεντρική εικόνα της Παναγίας με το Χριστό με εικονίδια όπου ο Λουκάς δείχνει στην Παναγία την εικόνα της και ζητάει τη συγκατάθεσή της να τη συμπεριλάβει στη λειτουργική της κρίση. Η παράδοση βέβαια είναι μεταγενέστερη, αλλά φανερώνει την ευρύτερη διάδοση και φήμη που είχε η εικόνα. Λόγω των πολλών θαυμάτων, που είχαν καταγραφεί στο πέρασμα των αιώνων, η εικόνα της Παναγίας της Κυκκώτισσας έχει διαδοθεί στον ορθόδοξο βαλκανικό χώρο και στη Μεσόγειο, Αίγυπτο, Συρία, Παλαιστίνη, Ρωσία, Γεωργία, Πολωνία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Σερβία, Αιθιοπία, Βενετία, Σινά και Κρήτη, αλλά και στην Δύση (Γένοβα, Παρίσι, Λονδίνο).
Για όλους αυτούς τους λόγους, δηλαδή για την παλαιότητα του τύπου της εικόνας, αφού η παράδοση τη θέλει ιστορημένη από τον Ευαγγελιστή Λουκά, για τη φήμη που απέκτησε αφού διαδίδεται στα μεγαλύτερα ορθόδοξα μοναστικά κέντρα, για τις θαυματουργικές ιδιότητες, οι οποίες μάλιστα δημοσιεύονται σε επίσημες εκδόσεις, αλλά και εικονογραφούνται από τους ζωγράφους σε κάθε εποχή, η εικόνα αποτελεί «Πνευματικό κάλλος, καύχημα, καταφύγιο και λιμάνι των πιστών» και όπως σε όλο τον κόσμο της καθ’ ημάς Ανατολής και «Κόσμημα πολύτιμο και θησαυρό μοναδικό» για το ιστορικό Μοναστήρι του Κουδουμά.
β) Η Θαυματουργός Ιερά Εικόνα της Υπαπαντής.
Παραπλεύρως του καθολικού βρίσκεται παρεκκλήσιο αφιερωμένο στην Υπαπαντή του Σωτήρος Χριστού, επειδή εκεί φυλάσσεται η ομώνυμη θαυματουργός ι. εικόνα η πυροβοληθείσα, η οποία το έτος 1940 διέσωσε την Μονή από τους Γερμανούς κατακτητές. Το γεγονός έχει ως εξής:
Τάγμα Γερμανών στρατιωτών εισβάλλει στην Μονή ιδρύοντας στρατιωτικό φυλάκιο με σκοπό να σταματήσουν τη φυγή πολλών Κρητών Ανταρτών από τη νότια Κρήτη προς τη Μ. Ανατολή, αλλά και την προστασία τους από τη Μονή. Ο στρατηγός των Γερμανών θέλοντας να βεβηλώσει τον Ναό της Παναγιάς κάθισε πάνω στην Αγία Τράπεζα. Τότε άκουσε τη φωνή Της Θεοτόκου προτρέποντας τον τρεις φορές να σηκωθεί και να φύγει από το σπίτι Της και όταν αυτός επέμενε αρνούμενος, η Παναγία τον ράπισε. Αυτός τότε, οργισμένος πυροβόλησε την Ι. Εικόνα, όμως οι σφαίρες δεν την διαπέρασαν, αλλά άφησαν πάνω της, ως αδιάψευστα σημάδια του θαύματος, οπές και αυτό έγινε αιτία της φυγής των Γερμανών από την Μονή.
Σύντομο χρονικό, Ιερά Μονή Κουδουμά 2018.