Το χρυσό φίδι και η ατίθαση κατσίκα

Κάποια χρονιά, ένας ενάρετος και ευσεβής αγρότης αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες. Το χωράφι του δεν του είχε αποδώσει καρπό και δεν είχε καθόλου χρήματα για ν’ αγοράση σπόρο, να σπείρη ξανά. Κατέφυγε σε κάποιους γνωστούς, τους οποίους είχε στο παρελθόν βοηθήσει με διαφόρους τρόπους, αλλά κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να του δανείση χρήματα. Αφού απελπίστηκε, κατέφυγε στον Άγιο Σπυρίδωνα και του είπε το πρόβλημά του.

 

-Πάμε μαζί στο χωράφι σου, του είπε ο Άγιος. Φθάνοντας εκεί αντίκρυσαν ένα φίδι που έβγαινε εκείνη τη στιγμή από την φωλιά του. Ο Άγιος Σπυρίδων έσκυψε, το πήρε στα χέρια του και άρχισε να προσεύχεται. Μαζί του προσευχόταν και ο αγρότης. Μόλις τελείωσαν την προσευχή, ο αγρότης διεπίστωσε με έκπληξι, ότι το φίδι είχε μετατραπεί σε χρυσό.

 

-Πήγαινε και δώσε το για ενέχυρο, του είπε ο Άγιος. Με τα λεφτά που θα πάρης, αγόρασε τον σπόρο που θέλεις. Και όταν με το καλό πουλήσης την σοδειά σου, έλα να με ξεπληρώσης.

 

Έτσι και έγινε. Ο αγρότης έδωσε το χρυσό φίδι για ενέχυρο, αγόρασε σπόρο και εκείνη την χρονιά το χωράφι του έδωσε την καλύτερη σοδειά που είχε ποτέ. Με τα πρώτα λεφτά που έπιασε, πήγε, πήρε πίσω το ενέχυρο και το επέστρεψε στον Άγιο.

 

-Πάμε, τέκνον μου αγαπητό, να το δώσουμε πίσω στον φιλάνθρωπο Θεό, που σε ευσπλαγχνίσθηκε και σου το δάνεισε, του είπε εκείνος.

 

Πήγαν και πάλι στο χωράφι και ο Άγιος, αφού απέθεσε το χρυσό φίδι στην γη, έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό και είπε:

 

«Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, ο πάντα ποιών και μετασκευάζων με μόνον το βούλεσθαι, καθώς κάποτε κατά τον καιρόν του Μωϋσέως μετεσχημάτισες σε φίδι την ράβδο του, Συ ο ίδιος και το χρυσάφι αυτό, όπως πριν από φίδι το μετέβαλες σε τέτοια μορφή, έτσι και τώρα μετάστρεψέ το στην προηγούμενή του μορφή, για να δοξασθή το Πανάγιο Όνομά Σου και να γνωρίση ο άνθρωπος αυτός την κηδεμονία και φροντίδα, την οποίαν έχεις προς εμάς, και να βεβαιωθή μέσω της πράξεως, ότι είναι αληθέστατο το ρητό της Γραφής που λέγει: ¨Πάντα όσα ηθέλησεν ο Κύριος εποίησεν¨».

 

Αυτά είπε ο Άγιος και – ώ του θαύματος – αμέσως το άψυχο χρυσάφι έγινε φίδι ζωντανό και μπήκε στην φωλιά του, από την οποία το είχε πάρει ο Άγιος και του είχε δώσει την χρυσή εκείνη μορφή.

 

Βλέποντας το θαύμα ο γεωργός και τρέμοντας από φόβο και έκπληξι, έπεσε με κλάμματα κατά γης. Ο δε Άγιος τον σήκωσε και τον ενίσχυσε σωματικά και ψυχικά, λέγοντάς του να στηρίζεται και να δίνη δόξα μόνο στον Πανάγαθο και Παντοδύναμο Θεό.

 

Μετά την κοίμησι του Μεγάλου Κωνσταντίνου, οι υιοί του διεμοίρασαν το βασίλειό του και ο Κωνστάντιος πήρε τα μέρη της Ανατολής. Ενώ βρισκόταν στην Αντιόχεια, ασθένησε σοβαρά και κανείς γιατρός δεν μπορούσε να τον θεραπεύση. Μια νύκτα είδε στον ύπνο του Άγγελο Κυρίου να του δείχνη χορό Επισκόπων, στο μέσον του οποίου στέκονταν δύο, ως αρχηγοί και προστάτες των άλλων.

 

-Βλέπεις εκείνους τους δύο Επισκόπους, βασιλιά; Τον ρώτησε ο Άγγελος Κυρίου. Μόνον αυτοί δύνανται να σε θεραπεύσουν.

 

Διέταξε λοιπόν ο Κωνστάντιος να συγκεντρωθούν στο παλάτι του όλοι οι Επίσκοποι της επαρχίας του, για να βρη εκείνους που είχε δει στο όραμά του.

 

Ο Μέγας Σπυρίδων, υποτασσόμενος στο βασιλικό πρόσταγμα, έφθασε στην Αντιόχεια, συνοδευόμενος από ένα φίλο του, ενάρετο και άγιο άνθρωπο, ονόματι Τριφύλλιο, ο οποίος δεν ήταν ακόμα Επίσκοπος. Μόλις τους είδε ο Κωνστάντιος γονάτισε μπροστά στον Άγιο Σπυρίδωνα και, με δάκρυα στα μάτια, ζήτησε την ευχή του. Όταν ο Άγιος άγγιξε με το χέρι του το κεφάλι του βασιλιά, αυτός αμέσως έγινε καλά.

 

Αφού ο Άγιος επέστρεψε από την Αντιόχεια στην Κύπρο, ένας ζωέμπορος πήγε σπίτι του θέλοντας ν’ αγοράση εκατό κατσίκες. Εκείνος του είπε να δώση τα χρήματα και μετά να τις παραλάβη.

 

Ο έμπορος σκέφτηκε να ξεγελάση τον απονήρευτο Άγιο και του έδωσε χρήματα για ενενήντα εννέα μόνο ζώα, με την σκέψι να γλυτώση τα χρήματα της εκατοστής.

 

Όταν μπήκαν στο μαντρί, ο Άγιος του παρήγγειλε να πάρη τόσες κατσίκες, όσες είχε πληρώσει. Εκείνος όμως, δίχως ντροπή, ξεχώρισε και πήρε εκατό.

 

Μία από τις κατσίκες αυτές, όμως, σαν πιστή δούλη και σαν να καταλάβαινε ότι δεν την πούλησε ο κύριός της, επέστρεφε μ’ επιμονή πίσω στο μαντρί. Ο αδιάντροπος ζωέμπορος έμπαινε όμως και πάλι στο μαντρί και την έβγαζε με την βία έξω. Αυτό το θαυμαστό γεγονός συνέβη τρεις φορές.

 

Την τελευταία φορά όμως, που ο έμπορος την άρπαξε και την έβαλε στους ώμους του για να φύγη, εκείνη άρχισε να βελάζη δυνατά και να τον χτυπά στο κεφάλι με τα κέρατα, σαν να ήθελε να διαλαλήση την αδικία του πλεονέκτη.

 

-Μήπως, παιδί μου, ξέχασες να πληρώσης το ζώο και δίκαια συμπεριφέρεται έτσι; Ρώτησε τον ζωέμπορο με ηρεμία και διακριτικότητα ο Άγιος.

 

Μόνο τότε συνήλθε εκείνος, ωμολόγησε το σφάλμα του και ζήτησε συγγνώμη. Αλλά και η κατσίκα έπαψε να φωνάζη και ν’ αντιστέκεται, και ακολούθησε ήρεμα τις άλλες, μόλις ο ζωέμπορος πλήρωσε το τίμημά της στον Άγιο Σπυρίδωνα.

 

Ο Άγιος διατηρούσε κοπάδια με αιγοπρόβατα για τις ανάγκες των πτωχών της Επισκοπής του. Μια νύκτα όμως μπήκαν κλέφτες για να τ’ αρπάξουν. Μόλις όμως πάτησαν το πόδι τους στο μανδρί, όπου βρίσκονταν τα πρόβατα, έμειναν ασάλευτοι, ωσάν κάποιος να τους είχε δέσει τα χέρια και τα πόδια με αλυσίδες. Έτσι ακίνητοι παρέμειναν όλη την νύκτα.

 

Όταν ξημέρωσε και πήγε ο Άγιος στο μανδρί, τους είδε σ’ αυτήν την κατάστασι, τους λυπήθηκε και, προσευχόμενος στον Θεό, τους ελευθέρωσε από τα δεσμά.

 

-Παιδιά μου, τους είπε, με την καλωσύνη που τον διέκρινε, ο Άγιος Σπυρίδων, μην κάνετε πλέον τέτοια πράγματα, αλλά να κερδίζετε την τροφή σας με τον κόπο σας.

 

Έπειτα τους χάρισε δύο κριάρια για τον κόπο της «αγρυπνίας» που έκαναν και τους ευχήθηκε να πάνε στο καλό.

 

Ο Άγιος Σπυρίδων εκοιμήθη στις 12 Δεκεμβρίου του 348, σε ηλικία εβδομήντα οκτώ ετών. Μετά την άλωσι της Κωνσταντινουπόλεως, ο ιερεύς Γεώργιος Καλοχαιρέτης παρέλαβε το ιερό λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνος και με χίλιες προφυλάξεις το μετέφερε στην Κέρκυρα, όπου μέχρι και σήμερα – χίλια εξακόσια τόσα χρόνια μετά – διατηρείται ακέραιο και εκπλήττει τους πάντες με τα άπειρα θαύματά του.

Πηγή: Η Ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία των ζώων.

Από την αγρυπνία της Ιεράς Μονής Κουδουμά για την εορτή της Συνάξεως της Παναγίας Γερόντισσας, την γιορτή του Αγίου Πορφυρίου και το μνημόσυνο του γέροντα Αναστασίου Λεονταρίδη.

Χθες βράδυ στην Ιερά Μόνη μας πραγματοποιήθηκε Ιερά Αγρυπνία στη σύναξη της Θαυματουργού Ι. Εικόνας  της Υπεραγίας Θεοτόκου της επονομαζομένης Γεροντίσσης και τη μνήμη του Οσίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου. Επίσης πραγματοποιήθηκε ιερό Μνημόσυνο επί τη συμπληρώσει 10 ετών από την κοίμηση του Γέροντας Αναστασίου του Κουδουμιανού.       

Διάλογος μὲ τὸν μητροπολίτη Γορτύνης καὶ Ἀρκαδίας κ. Μακάριο  

 

Καθημερινὰ ἔρχονταν στὸ κελὶ τοῦ πολλοὶ ἄνθρωποι ποὺ ἀναζητοῦσαν νὰ βροῦν κοντά του μιὰ παρηγοριὰ ἀλλὰ καὶ μιὰ ἀπάντηση στὰ προβλήματά τους, διὰ τοῦ λόγου του καὶ τῆς προσευχῆς του. Ἡ φήμη του γέροντά, ἔγινε γνωστὴ καὶ πέρα ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ ἔρχονταν ἄνθρωποι ἀπὸ ὅλοι τὴν Ἑλλάδα, τὸ Ἅγιο Ὅρος, ἱερεῖς, μοναχοὶ ἀλλὰ καὶ Ἐπίσκοποι.

Ὁ Σεβασμιώτατος μητροπολίτης Γορτύνης καὶ Ἀρκαδίας κ. Μακάριος πάντα στὶς ἐπισκέψεις του στὴν μονή, δὲν παρέλειπε νὰ συναντηθεῖ στὸ κελὶ μὲ τὸν γέροντα Ἀναστάσιο καὶ νὰ ἔχουν κάποιες ὧρες συνομιλίἄς.

Παρακάτω καταγράφεται ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ ἀπομαγνητοφωνημένη συνομιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γορτύνης καὶ Ἀρκαδίας μὲ τὸν π. Ἀναστάσιο, ποὺ ἔγινε μέσα σὲ μιὰ ἐκτενῆ πνευματικὴ συζήτηση παρόντος τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς π. Μακαρίου. Παρατίθεται αὐτούσια ὅπως ἔχει δημοσιευθεῖ στὸ ἀφιερωμένο τεῦχος στὸ μνημόσυνο τοῦ γέροντα:

-Σέβ: Ἐσὲῖς Γέροντα, τί ἐμπειρίες ἔχετε ἀπὸ τὴ νοερὰ προσευχή;

-π. Ἀναστάσιος: Ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες παραμονῆς στήν Ἱ. Μονὴ Βρόντησίου (ἀρχὴ τῆς μοναχικῆς ἀφιέρωσης τὸῦ Γέροντα) ἔνιωθα, ἦτὰν κάποιὲς μέρες, (κατὰ τὴν προσευχὴ) σὰν νὰ ράγιζε ἡ καρδία μου, σὰν νὰ σχιζότανε. Τότε δέ ὑπήρχανε ἀσθένειες, ὅπώς ἦτὰν ἡ φυματίωση, ὅπώς ἦτὰν καί ἄλλὲς καὶ ἔἶχα κατὰ νόῦ μου, μήπως ἔχῷ τέτοιο πρᾶγμα. Ἐγὼ τὸ περιφρόνησα καὶ συνέχιζα (τὴν προσευχή). Ἐκείνη τὴ στιγμή ἔγινε (μέσα τοῦ) ἕνᾶς πόρος, σὰν κράτῆρας ὑφεστίου καί ἀπό ἐκέῖ ἔνιωθα ὅτί ἡ προσευχή ἔβγαινε, ἐξωτερικευόταν καί ἀντιμετώπιζε τὰ κακὰ πνεύματά μου καί ἀκουγόταν μάλιστα ἦχός. Μιὰ φορὰ πῆγα σὲ γιατρό, γιὰ κάποια ἄλλή ἀσθένεια καὶ μὸῦ συνέβη (τὸ παραπάνω). Μὲ τὴν προσευχὴ (προσευχόταν τὴ στιγμὴ τῆς ἰἀτρικῆς ἐξέτασης) φάνηκε ἔτσί ἕνᾶς ἦχὸς (καθῶς τόν ἀκροαζόταν ὁ γιατρὸς) καὶ μὸῦ λέει (ὁ γιατρός) ἔχετε ὑποτρίζοντά (ἦχό), ὑποτρίζοντα. ὑποτρίζοντα (ἦχὸ) τώρα, ἐγὼ βέβαια δὲν μπό-ρὸῦσα νὰ τόῦ ἐξηγήσω.

-Σέβ: Ὑποτρίζοντα ἀκροαστικῶς.

-π. Ἀναστάσιος: Ἀκροαστικῶς.

-Σέβ: Ἐνῶ ἄὐτό ἦτάν ἀπὸ τὴν προσευχή.

-π. Ἀναστάσιος: Ἀπὸ τὴν προσευχή. Σπάει ἕνά, σὰν τὸ πουρὶ ποῦ μένει στὴν καρδιὰ κ.λ.π.

-Σέβ: Σπάει τὸ πουρί.

-π. Ἀναστάσιος: Σπᾶν᾽ τὰ τείχη ἐκεῖνα.

-Σέβ: Τῆς καρδιᾶς.

-π. Ἀναστάσιος: Ἀκούγεται καί ἦχός. Ἂὐτό ἔἶναι γιατί ἄλλὸς ἔἶναι ὁ πόλεμος ποῦ ἂἰσθάνεται κανεὶς στήν ἀρχὴ καὶ στὰ νεανικά του χρόνια καί ἄλλὸς ἔἶναι ἐκὲῖνος ποῦ ἄἰσθάνεται ὅτὰν προχωρήσει καί ἄλλός ὅτὰν βαδίσει στὴν τελειότητα, ὅπὼς λένε (τῆς προσευχῆς). Λοιπόν, τότε ἀκούγόταν ἦχός, πολλὲς φορὲς καί ἔσπαζε τὸ φράγμα ἐκέῖνο.

-Σέβ: Τῆς καρδιᾶς.

-π. Ἀναστάσιος: Ναί. Ἄκουγα ὅτί ἅμὰ περάσουν τριάντα χρόνια φεύγουν ὁἱ πειρασμοί. Περνοῦν τὰ τριάντα χρόνια τίποτα, περνοῦν τὰ σαράντα, περνοῦν τὰ πενῆντα περνοῦν, λοιπόν, τὰ χρόνια τίποτα. Ὅτάν, λοιπόν, πέρασα τὰ πενῆντα καὶ ἔἶδα ὅτί δὲν γίνεται τίποτα, τὸ πῆρα ἀπόφαση ὅτί ἂὐτό ἔἶναι διὰ βίου.

-Σέβ: Ὁ πόλεμος;

-π. Ἀναστάσιος: Ναί, τὸ πῆρα ἀπόφαση. Λέω ὅτί θέλει ἄς γίνει, στὴ χάρη τὸῦ Θεοῦ.

–Σέβ: Ὁπότε συνεχίζετε μέχρι σήμερα νά ὑπακούετε στόν ἀγῶνα καὶ στὴ χάρη τὸῦ Θεοῦ.

-π. Ἀναστάσιος: Καὶ στὴ χάρη τὸῦ Θεοῦ.

-π. Ἀναστάσιος: Καὶ τώρα (στὴ ζωή του) ἀκούγεται κάποιος ἦχός, ἀλλά ἀκούγεται ὑπόκοφα δηλαδὴ δέν ἀκούγεται τρανταχτά.

-Σέβ: Σ᾽ ἂὐτή τήν ἡλικία ποῦ ἔἶσθε.

-π. Ἀναστάσιος: Ναί. Ἀκούγεται κάπου – κάπου.

-Σέβ: Ἡ προσευχὴ ἂὐτή ἔἶναι μέσα σας ἤ τὴν κάνετε μὲ κομβοσχοίνι;

-π. Ἀναστάσιος: Τὴν προσευχὴ τὴν κάνω ἔἴτε ἔχῷ κομβοσχοίνι, ἔἴτε δέν ἔχῷ.

-Σέβ: Ἔἶναι μιὰ μόνιμη κατάσταση.

-π. Ἀναστάσιος: Ἔἶναι μόνιμη κατάσταση. Τὸ κομβοσχοίνι τὸ πιάνω τὴ νύχτὰ γιὰ νά ἔχεῖ ποιό τόνο {…}

-Σέβ: Ἔχεῖ δύναμη ἂὐτή ἡ προσευχή;

-π. Ἀναστάσιος: Πολὺ δύναμη, πολὺ δύναμη.

-Σέβ: Πῶς τὸ καταλαβαίνετε ἐσέῖς;

-π. Ἀναστάσιος: Τὸ καταλαβαίνεις ποικίλως. Ἔἶναι ὁἱ θεοεπισκέψεις καὶ ὁἱ θεοεγκαταλείψεις.

-Σέβ: Ἀκρίβῶς.

-π. Ἀναστάσιος: Ἀκρίβῶς. Στὶς θεοεπισκέψεις νιώθεις μέσα σου τὴ χάρη τὸῦ Θεοῦ ἐν πνεύματι, ἐν πνεύματι, κυριολεκτικὰ τὴ χάρη τὸῦ Θεοῦ νὰ σὲ γεμίζει φῶς καί ἀγάπη. Ἀγάπη γιὰ τοὺς πάντες καὶ γιὰ τὰ πάντα, γιὰ τοὺς πάντας.

-Σέβ: Καὶ ἡ θεοεγκατάλειψη;

-π. Ἀναστάσιος: Ἡ θεοεγκατάλειψη ἔἶναι ὅτί, ἀγωνίζεσαι καί ἀγωνίζεσαι καί ἀγωνίζεσαι καὶ δὲν ἂἰσθάνεσαι τίποτα. Ὅπώς ὁ Ἅγιὸς Σιλουανός ὁ ἁγιορείτης, λέει: ῾῾Κράτα τὴ ψυχὴ σοῦ στόν ἅδὴ καὶ μήν ἀπελπίζου᾽᾽.

-Σέβ: Καὶ μήν ἀπελπίζεσαι.

-π. Ἀναστάσιος: Καὶ μήν ἀπελπίζεσαι, δηλαδὴ ἂὐτό σημαίνει, κατὰ τήν ἀντίληψή μου, ὅτί γιὰ τίς ἁμαρτίες μας νὰ κρὰτᾶμε τὴ ψυχὴ μᾶς στόν ἅδὴ τῆς ἀπογοήτευσης, ἀλλὰ μήν ἀπελπίζου. Τὴ χάρη καὶ τὴν ἔὐσπλαχνία τὸῦ Θεοῦ, νά ᾽χουμε πάντα. Τὸ θάρρος μας ἐκέῖ.

-Σέβ: Ἐσᾶς, σᾶς δίδαξε κάποιος τὴ νοερὰ προσευχή;

-π. Ἀναστάσιος: Κανείς.

-Σέβ: Τὴν ξεκινήσατε μόνος σας;

-π. Ἀναστάσιος: Ναί. Ἔἶχα κάποια προπαίδια, πιὸ μπροστά. ζωή μου ἤτανε μιὰ ταλαιπωρία. Λοιπόν, σὲ κάποια ἀπογοήτευση ποῦ ἦλθὰ σὲ θέσὴ ἤ νὰ γογγύσω ἤ νὰ προσευχηθῶ, μόῦ ἤλθὲ σάν ἔμπνευση, ἄνωθεν καὶ τό ἀποδίδω στὸν Μιχαήλ Ἀρχάγγελο καὶ ἔἶπα ἐκείνη τήν ὥρά, ὁ Θεός ἔχεῖ πάντοτε νῦν καί ἀεἴ καὶ ἔἰς τοὺς ἂἰῶνας τῶν ἄἰώνων. Ἀμήν.

Ἐκὲῖνο μὸῦ κόλλησε ὕστερα καὶ μόῦ ἔγινε ἂὐτοσχέδια προσευχὴ καὶ τήν ἔλεγα καὶ πρὶν πάω στήν Ἱ. Μ. Βροντησίου, πρὶν γίνω μοναχός. Ἔἶχε κάπὼς μιὰ προδιάθεση δηλαδὴ δημιουργηθεῖ.

-Σέβ: Ἂὐτά στὸ χωριό σας, τὸν Πανασό;

-π. Ἀναστάσιος: Στὸν Πανασό. Ναί.

-Σέβ: Καὶ γι᾽ ἂὐτό μετὰ ζητήσατε νὰ γίνετε μοναχός;

-π. Ἀναστάσιος: Ναί. Ναί. Ὁἱ λογισμοὶ βέβαια ἀντιμαχόταν ὁπωσδήποτε……..

Διήγηση για τη θαυματουργή Εικόνα της Παναγίας της «Γεροντίσσης» 

  Η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας της «Γερόντισσας» βρίσκεται στην Ιερά Μονή Παντοκράτορος του Αγίου Όρους και είναι εφέστια εικόνα του Μοναστηρίου. Είναι αντίγραφο της ψηφιδωτής εικόνος της Παναγίας Γοργοεπηκόου, που βρισκόταν Παντοκράτορος στη μονή της Κωνσταντινουπόλεως. Η μορφή της είναι στη θέα γλυκύτατη, ευχάριστη και γεμάτη έλεος, αφήνοντας στον κάθε προσκυνητή αισθήματα χαράς, ευφροσύνης, αγαλλιάσεως, ελπίδας, παρηγοριάς ευσπλαχνίας, δείχνοντας ότι προστρέχει στην ανάγκη των τέκνων της και ότι πάντοτε παραμυθεί τους πιστούς της.

 

Το πρώτο θαύμα της εικόνας αναφέρεται στους χρόνους της βασιλείας του Αλέξιου Α΄ του Κομνηνού, όταν αυτός άρχισε να κτίζει το αρχικό μονύδριο 500 μέτρα μακριά από τα σημερινά κτίρια της Μονής, πάνω σε ένα ύψωμα.

 

Τότε, ενώ οι εργάτες έκτιζαν κανονικά, το βράδυ η εικόνα της Παναγίας μαζί με τα εργαλεία των οικοδόμων έφευγαν αοράτως και όταν το πρωί τα αναζητούσαν τα έβρισκαν στο σημείο όπου είναι σήμερα κτισμένη η Μονή ήταν βέβαια έρημος ο τόπος. Αφού αυτό έγινε πολλές φορές, τελικά κατάλαβαν ότι ήταν θέλημα της Παναγίας το Μοναστήρι να κτιστεί στον τόπο που η ίδια είχε επιλέξει. Έτσι λοιπόν οικοδομήθηκε ο αρχικός πυρήνας της Μονής

 

Την προσωνυμία «Γερόντισσα» την απέκτησε η εικόνα αργότερα μετά από ένα καθοριστικό για την ονομασία θαύμα της Θεοτόκου. Η αρχική της θέση ήταν μέσα στο Ιερό Βήμα πίσω από την Αγία Τράπεζα. Την εποχή λοιπόν εκείνη ζούσε ένας πολύ ενάρετος, όμως μεγάλος στην ηλικία και ετοιμοθάνατος, λόγω ασθένειας Ηγούμενος. Αυτός γνώρισε το τέλος του κατά θεία Αποκάλυψη και πεθύμησε να κοινωνήσει τα Άχραντα και Ζωοπικά Μυστήρια του Κυρίου μας. Γι’ αυτό και παρακάλεσε τον ιερομόναχο εφήμερο που ιερουργούσε την ημέρα εκείνη να συντομεύσει την Θεία Λειτουργία

 

Ο προμόναχος, όμως, δεν υπάκουσε αμέσως στην επιθυμία του Ηγούμενου και συνέχισε να λειτουργεί αργά με αποτέλεσμα να επέμβει η ίδια η Παναγία. Ξαφνικά ακούστηκε από την Εικόνα η φωνή της που τον διέταξε με αυστηρότητα να ολοκληρώσει σύντομα την Θεία Λειτουργία ώστε να προλάβει να μεταλάβει ο Γέροντας.

 

Έτσι κι έγινε. Μόλις κοινώνησε ο Γέροντας, εκοιμήθει και από τότε έδωσαν σε Αυτήν την εικόνα της την προσωνυμία «Γερόντισσα», λόγω της στενής της σχέσης με τον «Γέροντας» Μετά από αυτό μεταφέρθηκε και τοποθετήθηκε έξω από το Ι. Βήμα στην αριστερή κολώνα του κυρίως Ναού, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα για τη διευκόλυνση των προσκυνητών.

 

Κατά τη διάρκεια των πειρατικών επιδρομών στο Αιγαίο, ένα πλοίο Σαρακηνών προσάραξε στον αρσανά τη Μονής. Οι πειρατές εξουδετερώνοντας την αντίσταση των πατέρων τους κατέσφαξαν και λεηλάτησαν το μοναστήρι απογυμνώνοντας το από πολλά κειμήλια. Ο αρχηγός τους σύμφωνα με την παράδοση, θέλησε να κατατεμαχίσει την Γερόντισσα και να χρησιμοποιήσει τα τμήματα του ξύλου ως δαδιά για το τσιμπούκα του. Καθώς σήκωσε το τσεκούρι του εναντίον της εικόνας φωτιά πετάχτηκε από αυτή και τον τύφλωσε.

 

Το γεγονός εξόργισε τόσο τον πειρατή που έριξε με τη βοήθεια των συντρόφων του την εικόνα σε ένα πηγάδι το οποίο βρίσκεται σήμερα ανάμεσα στον αρσανά και τον κήπο της Μονής και όλοι μαζί εγκατέλειψαν το Άγιον Όρος. Μετά την παρέλευση 80 χρόνων, όταν ο πειρατής ψυχομαχούσε, κατενόησε την αφροσύνη του και τη βέβηλη πράξη του προς την εικόνα. Όρκισε λοιπόν το γιο του να επιστρέψει στο μοναστήρι του Παντοκράτορος και να υποδείξει στους μοναχούς το μέρος όπου ο ίδιος είχε ρίξει την Γερόντισσα. Όντως ο γιός του έδειξε το τόπου του πηγαδιού. Οι πατέρες με την προσήκουσα ευλάβεια άνοιξαν το πηγάδι και αντίκρισαν την εικόνα να στέκεται πάνω στο νερό, ενώ ένα ακοίμητα καντήλι έκαιγε εμπρός της. Με δάκρυα χαράς και ευχαριστηρίους ύμνους λιτάνευσαν την Γερόντισσα από τον αρσανά και την επανατοποθέτησαν στο προσκυνητάρι της.

 

Η εικόνα ανακαινίστηκε και επενδύθηκε με νεότερο αργυρό κάλυμμα, υψηλής τέχνης, κατασκευασμένο μετά από εκφρασμένη επιθυμία της ίδιας της Θεοτόκου με έξοδα Κωνσταντινουπολίτισσας αρχόντισσας. Το πιθάρι του απεικονίζεται επάνω στο κάλυμμα έγινε προς ανάμνηση Θαύματος της Παναγίας

 

Τον 17ο αιώνα μ.Χ. υπήρξε εποχή κατά την οποία στο Μοναστήρι δεν υπήρχε καθόλου λάδι. Η έλλειψη όμως των

αναγκαίων ήταν τόσο μεγάλη ώστε οι Πατέρες εγκατέλειπαν την Μονή αναζητώντας αλλού τα απαραίτητα για τη ζωή. Ο Ηγούμενος τους προέτρεπε να πιστεύουν και να ελπίζουν στην «Γερόντισσα», όπως προσευχόταν και εκείνος και είχε την ελπίδα σε Αυτή.

 

Επόμενο ήταν η Παναγία μας να μην διαψεύσει τις προσδοκίες του και ένα πρωί οι πατέρες είδαν να ξεχειλίζει λάδι από την είσοδο της αποθήκης, όπου φυλάσσονται τα άδεια πιθάρια. Μπήκαν στην αποθήκη και είδαν ότι ένα από τα πιθάρια, που σώζεται μέχρι σήμερα ξεχείλιζε από λάδι Αντιλήφθηκαν την επέμβαση της Παναγίας και με αυτό το λάδι γέμισαν όλα τα άδεια δοχεία που βρίσκονταν στο Μοναστήρι. Τότε αυτό σταμάτησε να ξεχειλίζει. Από τότε μέχρι σήμερα το λάδι δεν έχει λείψει ποτέ ξανά από το Μοναστήρι της.

 

Στις 2 Δεκεμβρίου εορτάζεται η Σύναξη της Παναγίας της

 

Γεροντίσσης, η δεύτερη πανήγυρη της · Μονή Παντοκράτορος, Το βράδυ της 1η Δεκεμβρίου του 1948 ξέσπασε μεγάλη πυρκαγιά στην ανατολική πτέρυγα της Μονής, η οποία απειλούσε να αποτεφρώσει ολόκληρο το κτιριακό της συγκρότημα. Οι πατέρες αφού εξάντλησαν τις μάτην κάθε ανθρώπινο μέσα για την κατάσβεσή της κατέφυγαν στην μοναδική σκέπη και ελπίδα τους την Παναγία την Γερόντισσα

 

Προσευχήθηκαν με πίστη και λιτάνευσαν ένα μικρό της αντίγραφο στην αυλή της Μονής, με το οποίο σταύρωσαν την φλεγόμενη πτέρυγα και το του θαύματος! η μεγάλη πυρκαγιά έσβησε το ξημέρωμα της 2ας Δεκεμβρίου, αποτεφρώνοντας μόνο ένα τμήμα της Μονής, το οποίο με τη χάρη της Θεοτόκου αναστηλώθηκε το 1961. Σε ανάμνηση αυτής της θαυματουργικής παρέμβασης της Παναγίας καθιερώθηκε να πανηγυρίζεται η Σύναξη της Παναγίας της Γεροντίασης και Πυροσώτειρας κάθε χρόνο την ημέρα αυτή,

 

Κάθε προσκυνητής που ευλαβικά ασπάζεται την Γερόντισσα γεμίζει με βαθιά αγαλλίαση καθώς αντιλαμβάνεται το έλεος της να ξεχύνεται από αυτήν την γλυκύτατη στη θέα εικόνα. Η Γερόντισσα θαυματουργεί σχεδόν καθημερινά χαρίζει τέκνα σε στείρες γυναίκες θεραπείει πολλές ασθένειας, καθοδηγεί και αναπαύει όλα τα τέκνα της που εναποθέτουν στα πόδια της τα προβλήματά τους με πίστη, σταυρώνονται με λάδι από το καντήλι της καιπίνουν αγίασμα από το πηγάδι της

 

Από την παράδοση Της Ιεράς Μονής Παντοκράτορος