Ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας

ΟΠΩΣ ἠμπορεῖ ὁ Ὀρθόδοξος νὰ εἴπῃ: «ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καὶ ηὐφράνθην», «ἐμνήσθην τῆς Θεοτόκου καὶ ἐσώθη ἡ ψυχή μου», ἔτσι δύναται νὰ εἴπῃ «ἐμνήσθην τῆς Κυριακῆς της Ὀρθοδοξίας καὶ ἠγαλλιάσατο τὸ πνεῦμα μου»… Διότι ἡ μνήμη της εἶναι γλυκεῖα, πάμφωτος, ζωογόνος, θεία… Καὶ μᾶς στερεώνει εἰς τὴν πίστιν καὶ μᾶς ἁγιάζει τὴν καρδίαν, καὶ μᾶς ὑψώνει τοὺς διαλογισμοὺς καὶ μᾶς ἀνανεώνει «ὡς ἀετοῦ τὴν νεότητα» τῆς ψυχῆς μας… Καὶ «βεβαιώνει ἐν χάριτι τὰς καρδίας»… Τί εἶναι ἡ «Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας»; Ἑορτασμὸς εἶναι καὶ θρίαμβος τῆς ἀληθείας. Μία ἑορτή, τὰ ἐπινίκια τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὰ ὁποῖα ἀνακεφαλαιώνει, ἐν ἀναμνήσει, τοὺς ἀγῶνας, τοὺς κατὰ τοῦ σατᾶν καὶ κατὰ τῶν «κεκαυτηριασμένων τὴν συνείδησιν». Ἀκτινοβολία εἶναι ὑπερκοσμίου κάλλους, ἀκτίστου φωτός, θείων ἀληθειῶν… Παρεμβολὴ Κυρίου Παντοκράτορος…

Ἡ «Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας» ἀποτελεῖ μίαν ὑπόμνησιν θαρραλέαν, νευρώδη, νεανικὴν τῶν ἀγώνων καὶ τῶν νικῶν τῆς Ἐκκλησίας… Διότι ἡ Ἐκκλησία μόνον νίκας γνωρίζει. Οὐδέποτε ἡττᾶται. Πάντοτε θριαμβεύει. Πάντοτε ζῆ. Πάντοτε στρατεύεται.

«Θλίβεται, ἀλλ᾽ οὐ στενοχωρεῖται. Ἀπορεῖται, ἀλλ᾽ οὐκ ἐξαπορεῖται. Διώκεται, ἀλλ᾽ οὐκ ἐγκαταλείπεται. Καταβάλλεται, ἀλλ᾽ οὐκ ἀπόλλυται». Καὶ ταῦτα πρὸς καιρόν. Πρὸς παιδαγωγίαν καὶ ὅπως ἀναφανῆ πιστὴ καὶ μετὰ τοὺς ἀγῶνας ἡγνισμένη καὶ λαμπροτέρα. Καὶ «ἵνα οἱ δόκιμοι φανεροὶ γένωνται».Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ θριαμβεύει εἰς τοὺς αἰῶνας. Διά νὰ ἀκτινοβολῇ εἰς ὅλον τὸν κόσμον εὐηγγελισμένον καὶ ἀνευαγγέλιστον τὸ φῶς της, τὴν ἐλπίδα της, τὴν χαράν της, τὴν ἐν Κυρίῳ ἐλευθερίαν της, τὴν πνευματικότητά της, τὸν ἔρωτα τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀμώμητον Ὀρθοδοξίαν της!…

Ἐὰν ὑπάρχῃ μία πνευματικὴ περιοχή, ὅπου ἡ σκέψις εἶναι βεβαία, σταθερά, ἀσφαλής, καὶ μεταβάλλεται εἰς νόησιν καθαρὰν καὶ εἰς ἱεράν θεωρίαν, ὑψουμένην εἰς τὴν «ἐν μυστηρίῳ» γνῶσιν, αὐτὴ ἡ περιοχὴ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία…

Εἰς τὴν πάμφωτον Ὀρθοδοξίαν ὁ ἄνθρωπος γίνεται «ὡραῖον χρῆμα», ἐξανθρωπίζεται, θεοῦται… Διατί; Διότι ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ μόνον συντρέχουν ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ παράγοντες, ποὺ μεταμορφώνουν καὶ μεταστοιχειώνουν τὸν ἄνθρωπον. Καὶ Μυστήρια Θεοπαράδοτα καὶ Πνεύματος Ἁγίου χαρίσματα, ἐμπειρίαι θείων ἀνδρῶν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ θεοφύτευτος πνευματικὴ παράδοσις καὶ θαύματα καὶ ἀσκητισμὸς καὶ ἁγνότης καὶ συντήρησις τῆς ἀδιαλείπτου μυστικῆς ἑνώσεως μὲ τὸν Νυμφίον Χριστόν…

Καὶ διά τοῦτο, μὴ καταποθεῖσα ὑπὸ τοῦ «κόσμου», διέρχεται τὸν χρόνον τῆς ἐνταῦθα παροικίας της «ἐν ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ἄδουσα καὶ ψάλλουσα» τῷ Λυτρωτῇ. Τῷ μόνῳ Θεῷ, τῷ μόνῳ ὑφ᾽ ἡμῶν ὀρθοδόξως λατρευομένῳ… Καὶ διέρχεται τὸν χρόνον της ἀτενίζουσα πρὸς τὰ αἰώνια ἀγαθά. Καὶ λυτροῦται.

Καὶ χαίρει «χαρᾷ ἀνεκλαλήτῳ καὶ δεδοξασμένῃ». Καὶ εὐαγγελίζεται εἰς τοὺς λαοὺς τὸ ὀρθοδόξως ἑρμηνευθὲν Εὐαγγέλιον τῆς σωτηρίας καὶ πρὸς τοὺς ἀνευαγγελίστους καὶ πρὸς τοὺς διαστρέψαντας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ… Εἰς Καθολικούς, λεγομένους, εἰς Προτεστάντας, πρὸς πάντας αἱρετικούς, ὁδηγουμένους εἰς ἀπώλειαν…

Αὐτὰ τὰ ὑπέρτιμα καὶ θεοδώρητα ἀγαθὰ τῆς ἀσπίλου καὶ ἀμώμου καὶ ἀχράντου Ὀρθοδοξίας μας, δὲν τὰ εὑρίσκει κανεὶς οὔτε εἰς τὸν Καθολικισμὸν οὔτε εἰς τὸν Προτεσταντισμόν. Διότι καὶ ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος, ἀφοῦ παρεξέκλιναν ἀπὸ τὴν μοναδικὴν βασιλικὴν ὁδόν, ἐνέπεσαν εἰς ληστάς: «Οἵ καὶ ἐκδύσαντες αὐτοὺς τῆς χάριτος καὶ πληγάς ἐπιθέντες ἀμφιβολίας καὶ ἄγχους ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανεῖς τυγχάνοντας  ἐν ἀπιστίᾳ!»…

Καὶ λησταὶ εἶναι ἡ φιλοσοφία καὶ ὁ ὀρθολογισμός. Πουθενὰ δὲν ὑπάρχει τόση ταραχή, τόση σύγχυσις, τόση ἀβεβαιότης, ὅσον εἰς τὰς ταλαιπώρους αὐτάς, πάλαι ποτέ, ἀδελφάς Ἐκκλησίας… Τὸ ἄγχος, ὅπερ κατεκάλυψεν ὅλον τὸν δωδέκατον αἰῶνα, ἐκαλλιέργησεν ἐπιμελῶς ὁ Λατινισμός…

Ὁ Μοναχισμὸς των, εἰς μὲν τὸν Προτεσταντισμὸν κατηργήθη ὡς ἄχρηστος! Εἰς δὲ τὸν Καθολικισμὸν μετεβλήθη εἰς τάγματα δράσεως, σαρκικά, ὑλιστικά, ὑπηρετοῦντα τοὺς ἐγκοσμίους σκοποὺς τοῦ Παπισμοῦ, πρὸς καθυπόταξιν τῶν πάντων ὑπὸ τοὺς ἁγίους του πόδας…

Τί σημαίνουν ὅλα αὐτά, ἂν ὄχι σκότος διανοίας καὶ ψυχῆς, ἀξιοθρήνητον κατολίσθησιν, ἔξαρσιν τῆς σαρκικῆς ζωῆς, λήθην τῶν ἄνω, ἀγάπην τῶν κάτω, ἀναισθησίαν πρὸς πᾶν θεῖον, ἀπιστίαν, νεκρότητα;… Καὶ τὸ τραγικώτερον.

Ὑπάρχει τόση ἄγνοια διά τὴν συμφορὰν των, ὥστε ὄχι μόνον νὰ μὴ τὴν ὑποψιάζωνται, ἀλλὰ καὶ θρασέως νὰ ἀξιοῦν ὄχι ἁπλῶς φιλίαν μεθ᾽ ἡμῶν, Ὀρθοδόξων ὄντων, ἀλλὰ καὶ συμμόρφωσιν πρὸς τὴν νεκρὰν των ζωήν, ἀλλὰ καὶ ἀναγνώρισιν τῆς ὑπεροχῆς των, ἀλλά καὶ ἐνσωμάτωσιν πρὸς ἀφομοίωσιν καὶ τελείαν ἐξαφάνισίν μας.

Μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης

 

«Άγγελος πρωτοστάτης ουρανόθεν επέμφθη ειπείν τη Θεοτόκω το Χαίρε»

Είναι γνωστό σε όλους ότι το ιστορικό υπόβαθρο του Ακαθίστου Ύμνου βρίσκεται στις αρχές του 7ου αι., όταν η Κωνσταντινούπολη σώθηκε με την επέμβαση της Θεοτόκου από τις επιθέσεις των Αβάρων. Το θεολογικό υπόβαθρο όμως και μάλιστα της πρώτης στάσης των Χαιρετισμών βρίσκεται στον Ευαγγελισμό της Παναγίας: την κλήση της από τον αρχάγγελο Γαβριήλ να γίνει η μητέρα του Θεού ως ανθρώπου. Και τον Ευαγγελισμό τονίζουν όλοι οι οίκοι της πρώτης στάσης. Ο πρώτος μάλιστα οίκος δείχνει πολύ καθαρά το νόημα των Χαιρετισμών: Άγγελος πρωτοστάτης, δηλαδή ο αρχάγγελος Γαβριήλ, στάλθηκε από τον Ουρανό, από τον Τριαδικό Θεό, να πει στη Θεοτόκο το Χαίρε. Η φράση αυτή αποτελεί το κλειδί θα λέγαμε για την κατανόηση όλων των Χαιρετισμών, όπως και μας διαμορφώνει συγκεκριμένη συμπεριφορά απέναντι στον Θεό μας.

 

  1. Το Χαίρε προς την Θεοτόκο δεν το εφεύρε ανθρώπινος νους. Μπορεί τους Χαιρετισμούς να τους έγραψε ανθρώπινο χέρι (δεν έχει σημασία αν ήταν του Πατριάρχη Σεργίου, του ποιητή Γεωργίου ή άλλου), αλλά εκείνος που τους δίδαξε ήταν άγγελος Κυρίου: ο Γαβριήλ απευθύνεται στην Παναγία κατά τον Ευαγγελισμό της με τα γνωστά λόγια: «Χαίρε Κεχαριτωμένη ο Κύριος μετά Σου».

 

  1. Κι είναι χαρακτηριστικό ότι ο Γαβριήλ δεν ήταν απλός άγγελος.«Πρωτοστάτης» άγγελος, αρχάγγελος, στάλθηκε προκειμένου να μεταφέρει το μήνυμα στη Θεοτόκο, πράγμα που σημαίνει ότι λόγω της σπουδαιότητος του μηνύματος: του ερχομού του ίδιου του Θεού στον κόσμο,  έχουμε και σπουδαίο αγγελιοφόρο. Όπως συμβαίνει και με τα ανθρώπινα: όταν έχουμε σπουδαία και σημαντικά γεγονότα όχι απλός εκπρόσωπος του κράτους, αλλά ο ίδιος ο υπουργός ή ο πρωθυπουργός ή και ο Πρόεδρος ακόμη απευθύνεται με μήνυμα στον λαό, έτσι και εδώ. Η σπουδαιότητα λοιπόν του μηνύματος εξηγεί και την παρουσία του Πρωτοστάτη αγγέλου.

 

  1. Μα τελικώς ούτε κι ο αρχάγγελος είναι ο «εφευρέτης» των Χαιρετισμών της Παναγίας. Γιατί δεν ήλθε από μόνος του ο Γαβριήλ. «Ουρανόθεν επέμφθη», που σημαίνει ότι ο ίδιος ο Θεός μας τον έστειλε να χαιρετίσει την Παναγία, συνεπώς ο χαιρετισμός σ’ Αυτήν είναι η στάση του Θεού έναντι της κόρης της Ναζαρέτ. Έτσι οι Χαιρετισμοί δεν είναι απλώς η έκφραση της αγάπης μας, ημών των πιστών, απέναντι στη Μάνα του Θεού μας, αλλά η συμμετοχή και η συστράτευσή μας στην κίνηση και την ενέργεια του Θεού και των Αγγέλων έναντι Αυτής. Με τους Χαιρετισμούς δηλαδή φανερώνουμε όχι μόνο ότι τιμούμε την Παναγία, αλλά και ότι πιστεύουμε στον Τριαδικό Θεό μας. Άνθρωπος που αρνείται το Χαίρε στην Παναγία γίνεται τελικώς θεομάχος.

 

  1. Τι είλκυσε τον Θεό σε μία τέτοια στάση έναντι μίας μικρής κόρης; Ασφαλώς η πίστη της κι η υπακοή της σ’ Εκείνον, η αγνότητα της ζωής της, η μεγάλη της ταπείνωση. Όλη η ζωή της Παναγίας συνιστά έναν α ι  στο θέλημα του Θεού. «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα Σου». Ο ίδιος ο λόγος του Θεού ήδη από την Παλαιά Διαθήκη δεν αποκαλύπτει ότι ο Θεός επιβλέπει πάντοτε προς τον αγνό και υπάκουο στο θέλημά Του άνθρωπο; «Προς τίνα επιβλέψω αλλ’ ή επί τον ταπεινόν και ησύχιον, και ακούοντά μου τους λόγους και τρέμοντα αυτούς;» Όπου λοιπόν υπάρχει άνθρωπος που βρίσκεται σε ετοιμότητα αποδοχής του θελήματος του Θεού εν ταπεινώσει, βλέπει τον Θεό να τον σκέπει και να του προσφέρει πλούσια τη χάρη Του, κι ακόμη ο Παντοδύναμος να υπηρετεί και να χαιρετίζει το πλάσμα Του! Γιατί ο άνθρωπος αυτός Του προκαλεί την πιο μεγάλη χαρά.  Και τέτοιος άνθρωπος κατά μοναδικό τρόπο υπήρξε η πάναγνη κόρη της Ναζαρέτ, η ζωή της οποίας ήταν μία αδιάκοπη χαρά και ευαρέσκεια σ’ Εκείνον.

 

Χαιρετίζουμε λοιπόν την Παναγία μας με την αγαπημένη ακολουθία των Χαιρετισμών, ομολογώντας ταυτόχρονα και την πίστη μας στην Αγία Τριάδα.  Αλλά κατανοούμε ότι δεν φτάνει μόνο η δοξολογική διάθεσή μας απέναντί της κι απέναντι στον Θεό μας. Το σημαντικότερο είναι η ευθύνη που μας προκαλεί η ζωή της. Γιατί είμαστε κλημένοι κι εμείς να ζούμε με αντίστοιχο προς τον δικό της τρόπο ζωής, που θα πει να ζούμε με τέτοια καθαρότητα, πίστη και υπακοή στον Θεό, ώστε ανά πάσα στιγμή η παρουσία μας να αποτελεί πρόκληση χαράς για Εκείνον. Αλλά να χαίρεται ο Θεός για εμάς τι άλλο θα σημαίνει κατά το πρότυπο της Παναγίας μας από τη χάρη του «μορφωθήναι Χριστόν (και) εν ημίν

παπα Γιώργης Δορμπαράκης

Εις την Κυριακήν της Τυρινής

Σήμερα εἶναι ἡ Κυριακή ἡ πρό τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἀπό αὔριο ἀρχίζει ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ἡ περίοδος τῆς νηστείας, τῆς ἀσκήσεως καί τῆς πιό ἐντατικῆς προσευχῆς. Ἡ Ἐκκλησία σήμερα μᾶς ὑπενθυμίζει τήν ἐξορία τῶν Πρωτοπλάστων ἀπό τόν Παράδεισο. Πῶς, ἐνῶ μέσα στον Παράδεισο ἦσαν εὐτυχισμένοι, γιατί ζοῦσαν μέ ἀγάπη, ἀγαπώντας τόν Θεό καί ἀγαπώντας ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ὅταν ἄφησαν νά μπεῖ μέσα τους ὁ ἐγωισμός μέ τήν παρακοή πού ἔκαναν στόν Οὐράνιο Πατέρα τους, ἀπό ἐκείνη τήν ὥρα δέν μποροῦσαν πιά νά ζοῦν μέσα στόν Παράδεισο. Ἄν ὁ Παράδεισος εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό καί πρός τους ἀνθρώπους, ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τήν ἀγάπη εἶναι ἡ ἐξορία ἀπό τον Παράδεισο. Μόλις λοιπόν ἀντικατέστησαν τόν νόμο τῆς ἀγάπης μέ τόν νόμο τοῦ ἐγωισμοῦ, ἔπεσαν ἀπό τήν Χάρη πού τούς εἶχε δώσει ὁ Θεός. Καί, ὅπως λένε πολύ ὡραία οἱ ὕμνοι τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ πρῶτα ἦσαν ντυμένοι μέ μία θεοΰφαντο στολή -καί αὐτή ἡ στολή ἦταν ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ (Τριώδιον, β ́ στιχηρόν ἐσπερίων Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς)-, μόλις ἁμάρτησαν, αὐτή ἡ ὡραία στολή πού φοροῦσαν ἔφυγε ἀπό πάνω τους καί ἔμειναν γυμνοί. Και τότε ντύθηκαν μία ἄλλη στολή, πού δέν ἦταν ὡραία καί λαμπρή, ἀλλά ἦταν ἀποτρόπαια καί φοβερή. Καί αὐτή ἡ στολή ἦταν ἡ νέκρωση.

Διότι ἅπαξ καί ἁμάρτησαν, δηλαδή ἔβγαλαν τήν ἀγάπη και τόν Θεό ἀπό τή ζωή τους, ἦταν φυσικό νά πεθάνουν. Δέν θά πέθαιναν οἱ Πρωτόπλαστοι, ἐάν δεν εἶχαν ἁμαρτήσει. Μόλις ἁμάρτησαν, ἄρχισαν νά μπαίνουν στή διαδικασία τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου. Καί, ὅπως λέγουν πολύ ὡραία οἱ ἅγιοι Πατέρες, πῶς ἦταν δυνατό νά μήν πεθάνη ὁ ἄνθρωπος, ὅταν χωρίστηκε ἀπό τον Θεό; Ὁ Θεός εἶναι ἡ ἀληθινή ζωή τῶν ἀνθρώπων. Ἄν χωριστῆς ἀπό τόν Θεό, εἶναι ἀναπόφευκτο νά πεθάνης («Ὅσον γάρ ἀφίστατο τῆς ζωῆς, τοσούτον προσήγγιζε τῷ θανάτῳ. Ζωή γάρ ὁ Θεός, στέρησις δέ τῆς ζωῆς θάνατος. Ὤστε ἑαυτῷ τόν θάνατον ὁ Ἀδάμ διά τῆς ἀναχωρήσεως τοῦ Θεοῦ κατεσκεύασε, κατά το γεγραμμένον·  ̋ὅτι ἰδού οἱ μακρύνοντες ἑαυτούς ἀπό σοῦἀπολοῦνται ̋ », Μ. Βασιλείου ἔργα, «Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός», ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη, 1973, τόμ. 7, & 7, σ. 110). Πῶς μπορεῖς νά ζῆς χωρίς τήν ἀληθινή Ζωή;

 

Καί ἔκτοτε ἀρχίζει ἡ μεγάλη ταλαιπωρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους· ἀρχίζουν οἱ δοκιμασίες καί τά βάσανα τῶν ἀνθρώπων. Καί ἐμεῖς σήμερα εἴμαστε ἐξόριστοι· δέν εἴμαστε στόν Παράδεισο. Ἀλλά ἔχουμε μία ἰδιαίτερη εὐλογία, ὅτι ὁ Οὐράνιος Πατέρας μας μᾶς εὐσπλαγχνίστηκε· μᾶς ἔστειλε τόν Μονογενῆ Του Υἱό, τόν Σωτῆρας μας Χριστό, γιά νά μᾶς ἐπαναφέρη στόν Παράδεισο. Καί γιά νά μᾶς ἐπαναφέρη ὁ Χριστός στόν Παράδεισο, ἔπρεπε νά γίνη ἄνθρωπος, ἔπρεπε νά ταπεινωθῆ, ἔπρεπε νά σταυρωθῆ, ἔπρεπε νά ἀναστηθῆ. Τώρα γνωρίζουμε ὅλοι τόν δρόμο πού θά μᾶς ξαναφέρη στόν Παράδεισο. Αὐτός ὁ δρόμος εἶναι ὁ Σταυρός καί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.

Καί ἐμεῖς, ἄν συμμεριστοῦμε στή ζωή μας τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, συμμετέχουμε καί στην Ἀνάστασή Του, καί ἀπό τώρα μποροῦμε νά γευθοῦμε τήν πιο ἀληθινή χαρά, τήν πρόγευση τοῦ Παραδείσου. Δέν εἴμαστε ἀπελπισμένοι, ὅπως οἱ ἄνθρωποι πού δέν ἔχουν Χριστό. Ἔχουμε ἐλπίδα, ὅτι ὁ Χριστός ἄνοιξε τόν Παράδεισο καί θά μποῦμε κι ἐμεῖς μέσα σ’ αὐτόν. Καί ὄχι μόνο θά μποῦμε στό μέλλον, ἀλλά ἀπό τώρα μποροῦμε νά ἔχουμε την χαρά καί τήν ἐλπίδα ὅτι ὁ Παράδεισος μᾶς ἀνήκει. Γι’ αὐτό οἱ ἀληθινοί Χριστιανοί ὅσες δοκιμασίες καί βάσανα καί ἄν ἔχουν στή ζωή τους, κατά βάθος ἔχουν μία ἀληθινή χαρά, γιατί ξέρουν ὅτι εἶναι προορισμένοι γιά τόν Παράδεισο, γιά τή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

Ἀλλά ὁ Παράδεισος κερδίζεται μέ τόν ἀγῶνα τοῦ καθενός ἀπό ἐμᾶς. Πρέπει νά ἀγωνισθοῦμε γιά τόν Παράδεισο, πρέπει νά νικήσουμε τόν ἐγωϊσμό μας, νά βασιλεύση μέσα μας ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καί τότε εἴμεθα ἄξιοι γιά τόν Παράδεισο, καί τότε θά κληρονομήσουμε τόν Παράδεισο. Καί ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή αὐτό το νόημα ἔχει· νά μᾶς βοηθήσει μέ την ἄσκηση, μέ τή νηστεία, μέ τήν προσευχή νά ἀγωνισθοῦμε κατά τῶν παθῶν μας καί τοῦ ἐγωϊσμοῦ μας, καί ἔτσι νά ἔχουμε ἐλπίδα ὅτι θά κληρονομήσουμε τόν Παράδεισο, τή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

Ἄς ὑποδεχθοῦμελοιπόν μέ χαρά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ἡ ὁποία θά μᾶς φέρη πιό κοντά στόν Χριστό, ἡ ὁποία θα μᾶς γεμίση μέ χαρά πνευματική καί θά μᾶς βοηθήση νά ἀγαπήσουμεπιό πολύ τόν Χριστό, τόν Θεό Πατέρα καί τούς συνανθρώπους μας.

[Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχιμ. Γεωργίου (Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου), Ὁμιλίες σέ ἑορτές τοῦ Τριωδίου καί περί ἀρετῶν (τῶν ἐτῶν 1981-1991) Γ ́, ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, σ. 106-109]

Μνήμη της Κρίσεως του Θεού

Στη Μέλλουσα Κρίση, στα χέρια μας είναι να ελεηθούμε, αν δηλαδή ελεούμε ό,τι δεν έκανε ο πλούσιος της παραβολής (Λουκ. 16.19-31). «Ο εάν τις έκαστος ποιήση αγαθόν, τούτο κομιείται παρά του Κυρίου» (Εφ. 6.8). Άρα δεν αρκεί να επαναπαυόμαστε και να εφησυχάζουμε με το νανούρισμα «Δεν κάνω κακό σε κανένα». Ο πλούσιος δεν γράφει ότι έκανε κακό στον Λάζαρο, αλλά ότι δεν του έκανε καλό μα θέλεις μεγαλύτερο κακό από την ασπλαχνία; Το ίδιο και οι καταραμένοι του ευαγγελίου της Κρίσεως, που κατέληξαν «εις το πυρ το αιώνιον το ήτοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού». Δεν είχαν βλάψει κατά τον ανθρώπινο νόμο ήσαν εντάξει, όχι όμως και κατά τον θείο.

Συνεπώς η διδαχή περί δικαιοσύνης Θεού δεν αρκείται σε μια ουδέτερη θεώρηση και αντιμετώπιση, του τύπου «Δεν έκλεψα, δεν σκότωσα, ούτε απάτησα ούτε καταχράσθηκα ούτε καταπίεσα τους αδύνατους ούτε παρέσυρα άλλους στην αμαρτία. Θεέ μου δεν έβλαψα, μη με βλάψεις»!

Άλλωστε εκτός από τη σχέση με τον πλησίον υπάρχουν και οι σχέσεις με τον Θεό και οι σχέσεις με τον εαυτό μας. Τι γίνεται στο πεδίο της καρδιάς αναφορικά και με τις τρεις σχέσεις; Χάος. Δεν φτάνει άρα μια χονδροειδaής στάση «Δεν σκότωσα, δεν έκλεψα». Είδαμε ότι εγκαλείται με βαρύτατες κυρώσεις ποινών η παράλειψη καθήκοντος.

Να και εδώ η πνευματικότητα του Χριστιανισμού. Θα κριθούν όχι μόνο οι κακουργίες αλλά και οι ελλείψεις του καλού. Να η υπεροχή της θείας δικαιοσύνης έναντι της ανθρώπινης. Ο άσπλαγχνος λ.χ. σύμφωνα με τη δεύτερη δεν έχει πρόβλημα, δεν αντιμετωπίζει κατηγορία, ενώ κατά την πρώτη είναι για το «πυρ το αιώνιον», αφού όλοι είμαστε αδελφοί, μια οικογένεια· δεν πάει κάποιος να ευπραγεί «καθ’ ημέραν λαμπρώς», όταν οι άλλοι υποφέρουν.

Ας μην αυταπατηθεί κανείς και νομίσει ότι είναι εντάξει απέναντι στη θεία δικαιοσύνη, δικαιολογούμενος ότι δεν είναι πλούσιος. «Εδώκατέ μοι φαγείν» γράφει το Ευαγγέλιο της Κρίσεως. Δεν γράφει «μου δώσατε αυτοκίνητο» ή άλλα πολύτιμα. Κανείς δεν μπορεί να πει «Δεν έχω τι να δώσω». Δεν έχεις ρούχο; έχεις φαγητό. Δεν έχεις φαγητό; έχεις νερό. Δεν έχεις τίποτε υλικό; Έχεις πόδια και χρόνο για να επισκεφθείς τον φυλακισμένο ή τον ασθενή και να τον υπηρετήσεις. Έχεις γλώσσα να παρηγορήσεις τον θλιμμένο –όλα όσα γράφει το ευαγγέλιο της Κρίσεως, υλικά και πνευματικά βοηθήματα. Πεινά για αλήθεια και διψά ο κόσμος για πνεύμα, γυμνός αρετών και ιδεωδών, άρρωστος ψυχικά και φυλακισμένος στα πάθη του.

Κάποτε, στην απώτατη αρχαιότητα, ο Θεός κατέβηκε στο Σινά μέσα από ηχήσεις σαλπίγγων, μέσα από κεραυνούς, σεισμούς και λοιπά τρομακτικά φυσικά φαινόμενα, και ενεχείρισε στον Μωυσή και στους ανθρώπους τον Νόμο Του: Η πρώτη επίσημη γραπτή νομική επαφή Θεού – ανθρώπων.

Στο μέλλον, στη Β’ Παρουσία, ο Ύψιστος θα κατεβεί μέσα από τρομακτικά επίσης φαινόμενα, όπως τα περιγράφουν ο Δανιήλ (7.9-14) και ο απόστολος Πέτρος (Β’ Πέτρ. 3.10).

Θα έρθει να ζητήσει τον Νόμο, την εφαρμογή του. Δυο δε είναι οι κυριώτερες εντολές Του, όπως δίδαξε ο Ιησούς, η αγάπη προς τον Θεό και η αγάπη προς τον πλησίον. «Εν ταύταις ταις δυσίν εντολαίς όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται» (Ματθ. 22.37-41). Στην Α’ Παρουσία Του ο Χριστός δεν ήρθε για να κρίνει, αλλά για να σώσει τον κόσμο, καθώς φανέρωσε ο Ίδιος (Ιω. 12.47). Θα έρθει όμως για δεύτερη φορά, τώρα «κρίναι ζώντας και νεκρούς», όπως ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως, και αυτή θα είναι και η τελευταία νομική επαφή Θεού – ανθρώπων.

Πώς είναι όμως δυνατό τούτο; Για τους καταδικασμένους έστω, το καταλαβαίνουμε. Θα παραδοθούν πια στην πλήρη κατοχή και επικράτεια των δαιμόνων, χωρίς καμιά ελπίδα επαφής πλέον με τη Θεότητα.

Οι δίκαιοι όμως; Ναι, και γι’ αυτούς θα είναι η Κρίση η τελευταία νομική επαφή με τον Θεό, γιατί στο εξής θα έχουν άλλη σχέση μαζί Του, σχέση αγαπητική, υιοθεσίας, χάριτος –το «δικαίω νόμος ου κείται» (Α’ Τιμ. 1.9) σε ολοκληρωτική έννοια.

«Το πυρ το αιώνιον» είναι «ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού», όχι για τους ανθρώπους, αλλά δυστυχώς αυτοί το επιζητούν και το προξενούν μόνοι τους. Μοιάζει με τα ναρκωτικά. Όταν ο εξαρτημένος, ο δούλος τους δεν πάρει στην ώρα του τη δόση του, γίνεται μανιακός, τα σπάζει όλα.

Πριν από λίγα χρόνια χτύπησε άγρια την πόρτα ενός ερημητηρίου στο Άγιον ‘Ορος κάποιος νέος. Του άνοιξαν. Ήταν βουτηγμένος στα αίματα. Ήταν καλοκαίρι, δεν είχε μανίκια και τα δυό του χέρια ήσαν χαραγμένα με επάλληλες εντομές που αιμορραγούσαν!

Σε έξαλλη κατάσταση, με τα μάτια έξω, χειρονομώντας και φωνάζοντας ζητούσε φάρμακα ναρκωτικά, έστω ηρεμιστικά.

Οι πατέρες, σπάραξε η καρδιά τους. Βρήκαν και του έδωσαν ενάμισυ φιαλίδιο αντιβηχικό, που περιείχε κωδεΐνη. Το ρούφηξε απνευστί αυτοστιγμή. Ζήτησε και άλλα, λέγοντας ότι η δόση του ισοδυναμούσε με δέκα φιαλίδια και οι οδηγίες του φαρμάκου συνιστούσαν να μην υπερβαίνεται η ημερήσια δόση, τρία κουτάλια…

Σπάραξε η καρδιά τους. Η έλλειψη του αφιονιού τον είχε αφηνιάσει. Είχε γίνει ο δαιμονιζόμενος του κατά Μάρκον, ο «κράζων και κατακόπτων εαυτόν» περιφερόμενος στα όρη (5.5).

Αυτή είναι η Κόλαση: το άλγος του καταπληγωμένου σώματος, και πολύ περισσότερο ο αφόρητος βασανισμός των παθών. Τη δημιουργεί μόνος του ο άνθρωπος.

Νομίζουμε ότι στην αιωνιότητα η ψυχή, αποδεσμευμένη μάλιστα από τη γεώδη ύλη, θα έχει στον μέγιστο βαθμό τις αρετές (των ουρανοπολιτών της Βασιλείας) ή τις κακίες (των υποτελών των σκοτεινών δυνάμεων). Για παράδειγμα, το σώμα έχει όρια δυνατοτήτων της αμαρτίας: Θα γαστριμαργήσει ή θα πορνεύσει όσο αντέχει. Ενώ η ψυχή χωρισμένη πια από το σώμα θ’ αναπτύσσει τις κακίες στο έπακρο και θα τυραννείται από φλογερά πάθη ανικανοποίητα, σαν από έλλειψη της «ουσίας» στην νιοστή δύναμη. Ο διάβολος προσφέρει στον άνθρωπο πρόσκαιρη μικρή, βραχύβια ηδονή και μετά σκλαβώνει παντοτινά, είναι αδυσώπητος. Ο άνθρωπος λοιπόν, ελεύθερα προκαλεί εκβιαστικά τη θεία δικαιοσύνη.

Ας φοβηθούμε λοιπόν εκείνο το παγκοσμιώτατο, φοβερώτατο δικαστικό βήμα. Ας φοβηθούμε εκείνο το ακροτελεύτιο της σύνολης Βίβλου, την προαναγγελία του Κυρίου Ιησού «ναι, έρχομαι ταχύ» (Αποκ. 22.20). Και ας ευχηθούμε και ας προσευχηθούμε και ας αγωνισθούμε. Ας «βάλουμε αρχή» έστω από τώρα, ώστε η θεία δικαιοσύνη να μας κατατάξει «εκ δεξιών» «συν πάσι τοις αγίοις», ν’ ακούσουμε από τον Χριστό πασίχαροι «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου (Ματθ. 25.34). Αμήν!

Ιερομόναχος Ιουστίνος

 

 

Ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο

Ἰωὴλ Φραγκάκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)

‹‹Ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν››

Ἡ παραβολὴ τοῦ ἀσώτου, ποὺ διαβάζεται σήμερα στὶς Ἐκκλησίες, χαρακτηρίζεται ἀπὸ τοὺς ἑρμηνευτὲς ὡς ἕνα μαργαριτάρι ἀνάμεσα στὶς παραβολὲς ἢ ὡς Εὐαγγέλιο ἀνάμεσα στὸ Εὐαγγέλιο. Μερικοὶ τὴν ὀνομάζουν παραβολὴ τοῦ πρεσβύτερου (μεγαλύτερου) υἱοῦ. Πράγματι, χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ στάση τοῦ πρεσβύτερου υἱοῦ, ὅταν ἦλθε στὸ σπίτι καὶ πληροφορήθηκε τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ νεότερου ἀδελφοῦ του.Δὲν ἤθελε νὰ μπεῖ καὶ κατηγοροῦσε τὸν πατέρα του ὅτι τάχα τὸν ἀδικεῖ. Ἡ κατηγορία ἑστιαζόταν στὸ ὅτι αὐτὸς δούλευε νύχτα καὶ ἡμέρα καὶ δὲν ἀμειβόταν ἐπαρκῶς, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ἄσωτο υἱὸ ποὺ ἔφαγε τὸ βίο του μετὰ πορνῶν, καὶ στὸ τέλος, ὅταν γύρισε, ἔτυχε καὶ καλῆς ὑποδοχῆς. Ἂς δοῦμε τὸν πρεσβύτερο υἱὸ τῆς παραβολῆς.

Ποιὸς εἶναι ὁ πρεσβύτερος υἱός;

Οἱ περισσότεροι ἑρμηνευτὲς λέγουν πὼς ὁ μεγαλύτερος υἱὸς ἦσαν οἱ Φαρισαῖοι.Ἐπειδὴ οἱ τελῶνες κι οἱ ἁμαρτωλοὶ πλησίαζαν τὸν Χριστὸ καὶ Τὸν ἄκουγαν, καὶ προφανῶς μερικοὶ μετανοοῦσαν, αὐτὸ δὲν ἄρεσε στοὺς Φαρισαίους.‹‹Διεγόγγυζον οἳ τε Φαρισαῖοι καὶ οἱ γραμματεῖς λέγοντας ὅτι οὗτος ἁμαρτωλοὺς προσδέχεται καὶ συνεσθίει αὐτοῖς›› (Λουκ.15,2). Ἡ κατηγορία αὐτὴ ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ ἦταν μόνιμη καὶ διαρκῆς, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς μὲ τέτοιου εἴδους παραβολές, ὅπως τοῦ χαμένου προβάτου καὶ τῆς χαμένης δραχμῆς, προσπάθησε νὰ τοὺς ἀλλάξει τὴν ἀντίληψη. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος γράφει πὼς ‹‹πάντα ἐστὶν φορητὰ διὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀδελφού››, δηλ. ὅλα εἶναι ἐπιτρεπτὰ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀδελφοῦ μας. Τόσο περισπούδαστη εἶναι ἡ ψυχὴ κάθε ἀνθρώπου ἀπέναντι στὸ Θεό, ὥστε νὰ θυσιάσει καὶ τὸν Υἱό Του, τὸ μόσχο τὸ σιτευτό, γιὰ τὴ σωτηρία μας.

Μία ἄλλη ἑρμηνεία τοῦ πρεσβύτερου εἶναι καὶ ἡ ἀκόλουθη. Ὁ υἱὸς αὐτὸς συμβολίζει τοὺς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας. Οἱ Ἅγιοι αὐτοί, ποὺ βάσταξαν τὸ βάρος καὶ τὸν καύσωνα τῆς ἡμέρας καὶ ποὺ δούλεψαν στὸν ἀμπελώνα τοῦ Κυρίου ἀπ’ τὴν πρώτη ὥρα, αὐτοὶ ποὺ ὑπάκουσαν στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἀπαιτοῦν νὰ ἐφαρμοσθεῖ δικαιοσύνη. Νὰ ἀμείψει ὁ Θεὸς τοὺς εὐσεβεῖς ἢ νὰ καταδικάσει τοὺς ἀσεβεῖς. Οἱ Ἅγιοι μένουν κατάπληκτοι μπρὸς στὴ μεγάλη εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος συγχωρεῖ ἀμέσως αὐτοὺς ποὺ ἐπιστρέφουν μετανοώντας σ’Αὐτόν. Μάλιστα τοὺς δίνει τὰ ἴδια δῶρα ποὺ χαρίζει καὶ στοὺς Ἁγίους. Σὰν νὰ διαμαρτύρονται οἱ Ἅγιοι (παραβολικὰ βέβαια ὅλα αὐτὰ κι ὄχι πραγματικά), ποὺ ὁ Θεὸς δείχνει μία ‹‹σκανδαλιστική›› συμπεριφορὰ ἐλέους καὶ εὐσπλαχνίας στοὺς ἁμαρτωλούς. Ἀποδεικνύεται ἔτσι πὼς ἡ δικαιοσύνη τῶν ἀνθρώπων εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ.

Μία παρανόηση τῶν εὐσεβῶν ἀνθρώπων

Πολλὲς φορὲς οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἐργάζονται πνευματικὰ μέσα στὴν Ἐκκλησία, αἰσθάνονται μία ὑπεροχὴ ἀπέναντι στοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ δὲν μποροῦν νὰ παραδεχθοῦν πῶς μπορεῖ κι οἱ ἁμαρτωλοὶ νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ ἀλλάξουν ζωὴ καὶ στὸ τέλος νὰ σωθοῦν. Νομίζουν πὼς ἔχουν περισσότερα δικαιώματα ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀπέναντι στὸ Θεό. Ἔχουν, λένε, κάνει καλὰ ἔργα καὶ δὲν πρόδωσαν ποτὲ τὴν ἐμπιστοσύνη τους στὸ Θεό. Ὅμως ἔρχεται ὁ Κύριος καὶ τονίζει πὼς ἡ μετάνοια εἶναι πιὸ σπουδαία ἐργασία ἀπὸ τὰ νομιζόμενα καλά μας ἔργα. Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, λέγει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, εἶναι χάρισμα τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα πολλῶν ἢ λίγων καλῶν πράξεων.

Ἄλλα τὰ μέτρα τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ κρίνει καὶ καταδικάζει σύμφωνα μὲ αὐτὰ ποὺ βλέπει, καὶ ἄλλα τὰ μέτρα τοῦ Θεοῦ. Σύμφωνα μὲ τὰ ἀνθρώπινα κριτήρια ὁ ληστὴς ἢ ἡ πόρνη ἢ ὁ τελώνης ἢ καὶ πολλοὶ ἄνθρωποι δὲν πρέπει νὰ σωθοῦν. Ὁ Θεὸς ὅμως μὲ τὴν ἀπέραντη ἀγάπη Του καὶ μὲ τὸ μέτρο τῆς δικαιοσύνης Του τοὺς σώζει. Ὁ ἀββᾶς Ἰσαὰκ ἔλεγε: ‹‹Μπορεῖ ὁ θεὸς νὰ ὀνομάζεται δίκαιος, ἀλλὰ περισσότερο εἶναι χρηστὸς καὶ ἀγαθός››. Ἀπὸ μᾶς ζητάει νὰ Τοῦ δώσουμε τὸν ἑαυτό μας. Νὰ Τοῦ δώσουμε ὅλην τὴν πνευματικὴ ἰκμάδα καὶ ζωντάνια μας. Ἕνας ἀναστεναγμὸς ἔχει μεγαλύτερη βαρύτητα, ὅταν προέρχεται ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς μας, παρὰ ἕνα δοχεῖο συναισθηματικὰ δάκρυα, ἔλεγε ὁ Γέροντας Παίσιος. Ἂς πλησιάσουμε τὸν Θεὸ μὲ ταπείνωση καὶ μὲ διάθεση συντριβῆς τοῦ ἐγωισμοῦ μας, γιὰ νὰ σωθοῦμε.

—————————————————-

Αββάς Βαρσανούφιος: Η ταπεινοφροσύνη και η τέλεια προσευχή.

Ερώτηση του ίδιου προς τον ίδιο το μεγάλο Γέροντα:

Σε παρακαλώ, Πάτερ, πες μου πως αποκτά κάποιος την ταπεινοφροσύνη ή την τέλεια προσευχή; Και τι να κάνει κανείς για να αποφύγει το ρεμβασμό; Επίσης πες μου αν είναι συμφέρον να διαβάζω Πατέρες.

Απόκριση

Την απόκτηση της ταπεινοφροσύνης, αδελφέ, τη δίδαξε ο Κύριος λέγοντας: «Μάθετε από μένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά και θα βρείτε ανάπαυση στις ψυχές σας», [Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν] (Ματθ. 11, 29).

Αν λοιπόν θέλεις να αποκτήσεις «τέλεια ανάπαυση», μάθε τι υπέμεινε ο Κύριος και υπόμεινε και συ το ίδιο. Κόψε σε όλα το θέλημά σου, διότι ο ίδιος είπε: «Κατέβηκα από τον ουρανό για να κάνω το θέλημα του επουράνιου Πατέρα μου και όχι το δικό μου» [Καταβέβηκα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ οὐχ ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμὸν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με] (Ιωάν. 6, 38).

Αυτή είναι η τέλεια ταπεινοφροσύνη, το να βαστάς ύβρεις και εξευτελισμούς και όλα όσα έπαθε ο Διδάσκαλος μας ο  ̓Ιησούς.

Προσευχή δε τέλεια είναι το να μιλάς στο Θεό χωρίς ρεμβασμούς, το να συγκεντρώνεις συγχρόνως όλους τους λογισμούς και τις αισθήσεις, απερίσπαστα. Και εκείνο που οδηγεί τον άνθρωπο σ’ αυτή την κατάσταση είναι το να πεθάνει για κάθε άνθρωπο και για τον κόσμο και για όλα όσα υπάρχουν σ ̓ αυτόν.

Τίποτε δε περισσότερο δεν έχεις χρέος να λες στο Θεό στην προσευχή σου, παρά μόνο τούτο: «Απάλλαξε με από τον πονηρό. Ας γίνει το θέλημά σου σε μένα» [Ρύσαι με από του πονηρού. Γενηθήτω το θέλημα σου εν εμοί]. Και να θεωρείς ότι νοερώς παρίστασαι μπροστά στο Θεό και ομιλείς προς Αυτόν.

Τότε βέβαια αξιολογείται και θεωρείται η προσευχή αληθινή προσευχή, όταν είναι απερίσπαστη από ρεμβασμούς και όταν παρατηρεί ο προσευχόμενος ότι ευφραίνεται ο νους του φωτιζόμενος εν Κυρίω. Αλλά το σημείο που δείχνει πως τον άγγιξε ο Κύριος είναι το ότι δεν ταράσσεται, έστω και αν όλος ο κόσμος τον πειράξει.

Αυτός που προσεύχεται με τελειότητα είναι εκείνος που είναι νεκρός για τον κόσμο και για την ανάπαυση που χαρίζει σ’ αυτόν η ικανοποίηση της φιλαυτίας του. Και αν επιμελείται να κάνει άριστα το έργο του για το Θεό, αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ρεμβασμός, αλλά ζήλος και σπουδή, κατά το θέλημα του Θεού.

Και φυσικά είναι συμφέρον να διαβάζεις τους βίους των Πατέρων, διότι έτσι θα φωτιστεί ο νους σου με τη Χάρη του Κυρίου.


πηγή Βαρσανουφίου και Ιωάννου. Κείμενα διακριτικά και ησυχαστικά. (Ερωταποκρίσεις).
Τόμος Α΄ (1-218), Τόμος Β΄ (219-533), εκδ. 1996. Τόμος Γ΄ (534-841) εκδ. 1997.
Εκδόσεις Ετοιμασία, Ιεράς Μονής Προδρόμου, Καρέας.

Η Θαυματουργός Ιερά Εικόνα της Υπαπαντής.

Παραπλεύρως του καθολικού βρίσκεται παρεκκλήσιο αφιερωμένο στην Υπαπαντή του Σωτήρος Χριστού, επειδή εκεί φυλάσσετε η ομώνυμη  θαυματουργός ι. εικόνα η πυροβοληθείσα, η οποία το έτος 1940 διέσωσε την Μονή από τους Γερμανούς κατακτητές. Το γεγονος έχει ως εξήςς:

 Τάγμα Γερμανών στρατιωτών εισβάλλει στην Μονή ιδρύοντας  στρατιωτικό φυλάκιο με σκοπό να σταματήσουν τη φυγή πολλών Κρητών Ανταρτών από τη νότια Κρήτη προς τη Μ. Ανατολή, αλλά και την προστασία τους από τη Μονή.    Ο στρατηγός των Γερμανών θέλοντας να βεβηλώσει τον Ναό της Παναγιάς κάθισε πάνω στην Αγία Τράπεζα. Τότε άκουσε τη φωνή Της Θεοτόκου προτρέποντας τον τρεις φορές να σηκωθεί και να φύγει από το σπίτι Της και όταν αυτός επέμενε αρνούμενος, η Παναγία τον ράπισε. Αυτός τότε, οργισμένος  πυροβόλησε την Ι. Εικόνα, όμως οι σφαίρες δεν την διαπέρασαν, αλλά άφησαν πάνω της, ως αδιάψευστα σημάδια του θαύματος, οπές και αυτό έγινε αιτία της φυγής των Γερμανών από την  Μονή. 

 

Αγία Πελαγία η Τηνία: Η εύρεση της εικόνας της Παναγίας της Τήνου

8 Ιουλίου 1822, ξημέρωμα Κυριακής: Η Γερόντισσα Πελαγία η Τηνία αναπαύεται στο κελί της, στο Μοναστήρι της Κυρίας των Αγγέλων στο Κεχροβούνι. Στον ύπνο της βλέπει μεγαλόπρεπη γυναίκα, λουσμένη με φως να της λέει ότι δεν αντέχει άλλο να είναι θαμμένη και να της υποδεικνύει το σημείο (χωράφι του Δοξαρά) και τον άνθρωπο (Σταματέλλο Καγκάδη) που θα πρέπει να συναντήσει για να ξεκινήσει άμεσα η αποκάλυψή της.

9 Ιουλίου 1822: Τρομαγμένη και αναστατωμένη ξυπνάει και κατευθύνεται προς την Καθέδρα του Μοναστηριού όπου η Θεία Λειτουργία έχει ξεκινήσει. Παραμένει σκεπτική και δεν αναφέρει τίποτα για το όνειρο, πιστεύοντας ότι θα δοθεί και δεύτερο σημάδι αν είναι γραφτό.

16 Ιουλίου 1822: Ξημερώνει πάλι Κυριακή. Το ίδιο όνειρο, με τα ίδια λόγια επανέρχεται. Η μοναχή και πάλι δεν αναφέρει το όνειρο.

23 Ιουλίου 1822: Στο όνειρο που επαναλαμβάνεται για τρίτη συνεχόμενη Κυριακή. Η άγνωστη επισκέπτρια σε πιο αυστηρό τόνο, της υπαγορεύει να ξεκινήσει άμεσα τις εργασίες για την εύρεση της εικόνας και τη δημιουργία του ναού της. Η Πελαγία τρομαγμένη την ρωτάει ποια είναι. Ξυπνάει, το κελί της είναι πλημμυρισμένο με φως και εξακολουθεί να βλέπει τη μορφή της και ακούει το “Ευαγγελίζου γη χαράν μεγάλη”. Οι καμπάνες για τον Όρθρο του Μοναστηριού χτυπάνε και οι αμφιβολίες της έχουν διαλυθεί. Μετά τη Θεία Λειτουργία συναντάει την Ηγουμένη της μονής, Μελανθία και της εξιστορεί τα όσα έχουν συμβεί. Με τη σύμφωνη γνώμη της, κατευθύνεται προς το χωριό Καρυά για να συναντήσει τον Σταματέλλο Καγκάδη (επίτροπο της Μονής), ο οποίος ακουει με έκπληξη και χαρά τα γεγονότα και μαζί τα ανέφερουν στον Επίσκοπο Τήνου Γαβριήλ.
Ο Γαβριήλ χτύπαει τις καμπάνες και συγκέντρωνει τον τηνιακό λαό στον Μητροπολιτικό Ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, όπου συγκινημένος ιστορεί τα οράματα της Πελαγίας και καλεί του Τήνιους να ξεκινήσουν τις έρευνες. Οι αντιδράσεις είναι ενθουσιώδεις και οι ανασκαφές ξεκινούν άμεσα.

2 Σεπτεμβρίου 1822: Οι εντατικές έρευνες συνεχίζονται και αποκαλύπτεται τμήμα αρχαίου τείχους. Όλοι πιστεύουν ότι η αποκάλυψη της εικόνας είναι κοντά. Διαψεύδονται όμως και συνεχίζουν απογοητευμένοι. Ο αρχικός ενθουσιασμός έχει μετατραπεί σε δυσπιστία και οι κάτοικοι αρχίζουν ο ένας μετά τον άλλο να εγκαταλείπουν και να επιστρέφουν στις εργασίες τους με τελευταίο τον Σταματέλλο Καγκάδη. Λίγο καιρό μετά η πανούκλα εμφανίζεται στην Τήνο και απλώνεται από τη Χώρα μέχρι τον Πάνορμο που μετράνε αρκετά θύματα. Η ασθένεια φτάνει και στην οικογένεια του Καγκάδη ο οποίος παρακαλεί τον Επίσκοπο Γαβριήλ να ξεκινήσουν πάλι τις ανασκαφές.

25 Νοεμβρίου 1822: Οι έρευνες ξεκινούν και πάλι, με βάρδιες. Οι κάτοικοι κάθε χωριού εργάζονται μία ορισμένη ημέρα και κάθε Δευτέρα αναλαμβάνουν οι κάτοικοι της Χώρας. Οι έρευνες παραμένουν άκαρπες και ο Γαβριήλ αποφασίζει να εκτελέσει την επιθυμία και να κτίσει το Ναό.

1 Ιανουαρίου 1823: Μετά τη Λειτουργία έχει οριστεί Αγιασμός και τελετή κατά την οποία ο Μητροπολίτης θα τοποθετήσει συμβολικά το θεμέλιο λίθο του Ναού. Φτάνοντας στο χωράφι διαπιστώνουν ότι δεν έχουν προβλέψει νερό για τον Αγιασμό. Ένα παιδί παρατηρεί ότι το μέχρι πρόσφατα ξεροπήγαδο είναι γεμάτο, γεγονός που θεωρείται προοίμιο του θαύματος της ευρέσεως της Αγίας Εικόνας της Παναγίας. Ο Ναός που θα χτιστεί θα ονομαστεί Ζωοδόχος Πηγή. Με τη συμβολή όλων των ντόπιων που βοηθούν στην ανέγερση και με τις οικονομικές ενισχύσεις, ο Ναός ολοκληρώνεται χωρίς όμως η εικόνα να έχει βρεθεί. Οι έρευνες συνεχίζονται.

30 Ιανουαρίου 1823: Γιορτή των Τριών Ιεραρχών. Μετά τη Θεία Λειτουργία είναι η σειρά των κατοίκων του Φαλατάδου να συνεχίσουν το έργο των ανασκαφών. Κατά τη διάρκεια τους, η αξίνα του Μανώλη Μάτσα (ή Σπανού) χτυπάει ένα κομμάτι ξύλου. Του κινεί την περιέργεια, το καθαρίζει και αντικρίζει τη μορφή της Θεοτόκου. Μετά τους πανηγυρισμούς η γύρω περιοχή ψάχνεται εξονυχιστικά και το άλλο μισό της εικόνας με τη μορφή του Αγγέλου αποκαλύπτεται. Ενώνουν τα κομμάτια και ταιριάζουν. Είναι η εικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, η εικόνα της Παναγίας Τήνου!
Όλο το νησί πανηγυρίζει, οι καμπάνες χτυπούν και το νέο διαδίδεται ταχύτατα. Η εικόνα εκτίθεται σε λαϊκό προσκύνημα. Οι κάτοικοι ξεκινούν από τα χωριά για τη Χώρα. Έχει νυχτώσει όμως και με τα φαναράκια βρίσκουν το δρόμο τους (το έθιμο με τα Φαναράκια πραγματοποιείται κάθε χρόνο αυτή τη μέρα). Η 30η Ιανουαρίου από τότε θα είναι ορόσημο για την Τήνο και την Ορθοδοξία.

2 Φεβρουαρίου 1823: Την ημέρα της Υπαπαντής του Χριστού πραγματοποιείται η πρώτη Θεία Λειτουργία στο Ναό της Ευρέσεως με τη συμμετοχή 30.000 πιστών που κατακλύζουν το Ναό και τους γύρω χώρους.

11 Σεπτεμβρίου 1970: Η Γερόντισσα  που έζησε μέχρι το 1834 ανακηρύσσεται επισήμως Αγία.

Πηγή Η ιστορία της Εύρεσης της Εικόνας της Παναγίας Τήνου βασίζεται στο βιβλίο του Μητροπολίτη Φθιώτιδας Νικολάου “Η Παναγία της Τήνου”, Γραφικές Τέχνες “Μέλισσα”, Αθήνα 2007

«Βλέπει τόν πατέρα Νικηφόρο νά αἰωρῆται ὡς ἕνα μέτρο ἀπό τό ἔδαφος μέ τά χέρια ὑψωμένα καί νά προσεύχεται»

«Ο πατήρ Ευμένιος έλεγε ότι, κάποιο βράδυ, αφού ετοίμασε τον πατέρα Νικηφόρο και τον έβαλε να κοιμηθή, πήγε κι αυτός στο κελλάκι του να αναπαυθή.

Δεν τον έπαιρνε, όμως, ο ύπνος. Είχε μια έντονη ανησυχία, μήπως κάτι δεν έκανε καλά, μήπως δεν έκλεισε καλά τη σόμπα. Αυτά και αλλά πολλά περνούσαν απ’ τον λογισμό του. Σηκώνεται, λοιπόν, και πηγαίνει στο κελλάκι του Παππούλη.

Για να μη τον ενοχλήση, αν τον είχε πάρει ο ύπνος, θεώρησε καλό να μη κτυπήση την πόρτα, ούτε να πη το “Δι’ ευχών των αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός, ελέησον ημάς” και να περιμένη την απάντηση από μέσα του “Αμήν”, όπως γίνεται μεταξύ μοναχών.

Ανοίγει σιγά-σιγά την πόρτα και, τι να δη; Βλέπει τον πατέρα Νικηφόρο να αιωρήται ως ένα μέτρο από το έδαφος με τα χέρια υψωμένα και να προσεύχεται.

 

Το πρόσωπό του έλαμπε υπέρ τον ήλιο. Μόλις αντίκρυσε αυτό το όντως φοβερό θέαμα ο πατήρ Ευμένιος, χωρίς να μιλήση καθόλου έκλεισε πολύ προσεκτικά την πόρτα και έτρεξε στο κελλάκι του.

Εκεί έπεσε με το πρόσωπο στο έδαφος και άρχισε να κλαίη με στεναγμούς, μήπως στενοχώρησε τον Παππούλη του που δεν κτύπησε την πόρτα και τον είδε σε αυτή την θαυμαστή στάση.

Αλλά έκλαιγε και από χαρά, διότι είδε ιδίοις όμμασι πόσο μεγάλος και ενάρετος ήτο ο πνευματικός του Πατέρας, ο πατήρ Νικηφόρος.

Το πρωί, που πήγε ως συνήθως για να τον διακονήση, του έβαλε εδαφιαία μετάνοια και του ζήτησε να τον συγχωρήση για το παράπτωμά του.

Εκείνος, με ένα ελαφρό μειδίαμα, τον συγχώρησε αμέσως και του είπε να μην φανερώση σε κανένα ό,τι είδε, όσο ο ίδιος θα ζούσε ακόμη.»

ΠΗΓΗ: Σίμωνος Μοναχού, Νικηφόρος ο Λεπρός της καρτερίας αθλητής λαμπρός, Β΄ Έκδοσις, Εκδόσεις «Ο Άγιος Στέφανος», Αθήναι

Ἐμφάνιση τῆς Παναγίας στόν ὅσιο Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ

Τὸ ἀκόλουθο ὅραμα τοῦ ὁσίου εἶναι τὸ πιὸ ἐντυπωσιακό. Τὸ διηγεῖται ἡ μοναχὴ τοῦ Ντιβέγιεβο Εὐπραξία, γιατὶ ἀξιώθηκε κι αὐτὴ νὰ τὸ ἀπολαύσει μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο:

Νωρὶς τὸ πρωὶ τῆς 25ης Μαρτίου 1831 ἀκούστηκε μία δυνατὴ βοὴ καὶ ἀκολούθησε ἕνας ἁρμονικὸς ὕμνος. Ἡ πόρτα τοῦ δωματίου ἄνοιξε μόνη της κι ἁπλώθηκε παντοῦ φῶς κι εὔωδια. Ὁ στάρετς Σεραφεὶμ ἦταν γονατιστὸς μὲ τὰ χέρια ὑψωμένα. Ἐγὼ ἔτρεμα.

Ξαφνικὰ σηκώνεται καὶ μοῦ λέει:

– Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου. Νά, ἡ Δέσποινά μας, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἔρχεται κοντά μας!

Πράγματι, μπροστὰ πήγαιναν δυὸ ἄγγελοι κρατώντας ἀνθισμένα κλαδιά. Ἀκολουθοῦσαν ὁ Τίμιος Πρόδρομος καὶ ὁ Θεολόγος ἅγιος Ἰωάννης, ἐνῶ πίσω τοὺς ἔκανε τὴν ἐμφάνισή της ἡ Παναγία μὲ δώδεκα παρθενομάρτυρες.

Ἡ Θεοτόκος, φορώντας ἕνα λαμπρὸ μανδύα κι ἕνα ὑπέροχο στέμμα, μὲ πλησίασε, ἐνῶ ἤμουν πεσμένη κάτω. Μὲ ἄγγιξε καὶ εὐδόκησε νὰ μοῦ πεῖ:

– Σήκω, ἀδελφή, καὶ μὴ φοβᾶσαι. Μαζί μου ἔχουν ἔρθει παρθένες σὰν κι ἐσένα.

Δὲν κατάλαβα πὼς σηκώθηκα. Ἡ βασίλισσα ἐπανέλαβε:

– Μὴ φοβᾶσαι. Ἤρθαμε νὰ σᾶς ἐπισκεφθοῦμε.

Ὁ π. Σεραφείμ, ὄρθιος μπροστὰ στὴν Παναγία, μιλοῦσε μαζί της μὲ πολλὴ οἰκειότητα. Ἡ Θεοτόκος τοῦ εἶπε πολλά. Ἂν καὶ συμμετεῖχα στὸ ὅραμα, δὲν μπόρεσα ν᾿ ἀκούσω τί ἔλεγαν. Ἄκουσα μόνο τὸ ἑξῆς:

– Μὴν ἀφήνεις τὶς παρθένες μου τοῦ Ντιβέγιεβο.

– Ὢ Δέσποινα! Τὶς συγκεντρώνω, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ τὶς κατευθύνω μόνος μου.

– Θὰ σὲ βοηθήσω σὲ ὅλα ἐγώ. Θὰ τὶς διδάξεις τὴν ὑπακοή. Ἂν τὴν κρατήσουν, θὰ εἶναι μαζί σου καὶ κοντά μου. Διαφορετικά, θὰ χάσουν τὴ θέση ποὺ τοὺς ἑτοιμάζω ἀνάμεσα σ᾿ αὐτὲς ἐδῶ τὶς παρθένες. Οὔτε τέτοια θέση οὔτε τέτοιο στεφάνι θ᾿ ἀπολαύσουν. Ὁποιοσδήποτε τὶς προσβάλει, θὰ τιμωρηθεῖ ἀπὸ μένα. Κι ὅποιος τὶς διακονήσει γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, θὰ βρεῖ ἔλεος ἐνώπιόν Του. Κατόπιν ἡ Παναγία στράφηκε σ᾿ ἐμένα.

– Κοίταξε, μοῦ εἶπε, αὐτὲς τὶς παρθένες καὶ τὰ στεφάνια τους. Μερικὲς ἄφησαν ἐπίγεια βασίλεια καὶ πλούτη γιὰ τὴν οὐράνια Βασιλεία. Ὅλες ἀγάπησαν τὴν ἑκούσια πτωχεία, ἀγάπησαν μόνο τὸν Κύριο, καὶ γι᾿ αὐτὸ βλέπεις πόση δόξα καὶ τιμὴ ἀξιώθηκαν. Ὅπως ὑπέφεραν οἱ ἀρχαῖες μάρτυρες, ἔτσι ὑποφέρουν καὶ οἱ σημερινές. Μόνο ποὺ ἐκεῖνες ὑπέφεραν φανερά, ἐνῶ σήμερα ὑποφέρουν μυστικά, μὲ θλίψη καρδίας. Ὁ μισθός τους ὅμως θὰ εἶναι ὁ ἴδιος.

Γυρίζοντας ὕστερα ἡ Θεοτόκος στὸν Στάρετς, τὸν εὐλόγησε καὶ τοῦ εἶπε:

– Σύντομα, ἀγαπητέ μου, θὰ εἶσαι μαζί μας!

Κατόπιν ὁ ὅσιος ἀντάλλαξε μαζί της χαιρετισμό, καθὼς καὶ μὲ ὅλους τοὺς ἁγίους. Κάποιος ἀπ᾿ ὅλους γύρισε καὶ μοῦ εἶπε:

– Ἀξιώθηκες αὐτὸ τὸ ὅραμα χάρη στὶς προσευχὲς τῶν πατέρων Σεραφείμ, Μάρκου, Ναζαρίου καὶ Παχωμίου.

Ξαφνικὰ ὅλα χάθηκαν. Τὸ ὅραμα, ποὺ εἶχε διαρκέσει λιγότερο ἀπὸ μία ὥρα, τελείωσε. Ἦταν τὸ δωδέκατο ποὺ ἀξιώθηκε ν᾿ ἀπολαύσει ὁ ὅσιος Σεραφεὶμ στὴν ἐπίγεια ζωή του».

 

Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας, εκδ. Ιερά μονή Παρακλήτου, σελ 138-140